ὁδόω: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei

Menander, Monostichoi, 514
(13_5)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0294.png Seite 294]] den Weg zeigen, führen; οὗτός σ' ὁδώσει τὴν [[τρίγωνον]] ἐς χθόνα, Aesch. Prom. 815; δυστέκμαρτον εἰς τέχνην ὥδωσα βροτούς, 496, vgl. Ag. 169; übertr., ὅδωσον δυσθανάτων κρατήρων πληρώματα, Eur. Ion 1050; übh. leiten, τὰ ἀπ' ὑμέων ὑμῖν χρηστῶς ὁδοῦται, Her. 4, 139. – Nach Hesych. im med. auch = πορεύομαι.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0294.png Seite 294]] den Weg zeigen, führen; οὗτός σ' ὁδώσει τὴν [[τρίγωνον]] ἐς χθόνα, Aesch. Prom. 815; δυστέκμαρτον εἰς τέχνην ὥδωσα βροτούς, 496, vgl. Ag. 169; übertr., ὅδωσον δυσθανάτων κρατήρων πληρώματα, Eur. Ion 1050; übh. leiten, τὰ ἀπ' ὑμέων ὑμῖν χρηστῶς ὁδοῦται, Her. 4, 139. – Nach Hesych. im med. auch = πορεύομαι.
}}
{{ls
|lstext='''ὁδόω''': (ὁδός)· ― ὁδηγῶ διὰ τῆς προσηκούσης ὁδοῦ, οὗτός σ’ ὁδώσει τὴν τρίγωνον ἐς χθόνα Αἰσχύλ. Πρ. 813· δυστέκμαρτον ἐς τέχνην ὥδωσα θνητοὺς [[αὐτόθι]] 498· πρβλ. Ἕρμανν. εἰς Πέρσ. 658· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., τὸν φρονεῖν βροτοὺς ὁδώσαντα, [[ὅστις]] ἔθηκε τοὺς θνητοὺς εἰς τὴν ὁδὸν τῆς φρονήσεως, τῆς σοφίας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 176· ἐπὶ πραγμάτων, διατάττω, [[διευθύνω]], Εὐρ. Ἴων 1050. ― Παθ., εἶμαι ἐπὶ τῆς προσηκούσης ὁδοῦ, τὰ ἀφ’ ὑμέων χρηστῶς ὁδοῦται Ἡρόδ. 4. 139· ἀκριβῶς ὡς τὸ εὐοδοῦσθαι ἐν 6. 73.
}}
}}

Revision as of 10:09, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁδόω Medium diacritics: ὁδόω Low diacritics: οδόω Capitals: ΟΔΟΩ
Transliteration A: hodóō Transliteration B: hodoō Transliteration C: odoo Beta Code: o(do/w

English (LSJ)

   A lead by the right way, οὗτός σ' ὁδώσει τὴν τρίγωνον ἐς χθόνα A.Pr.813 ; δυστέκμαρτον ἐς τέχνην ὥδωσα θνητούς ib.498 : c. inf., τὸν φρονεῖν βροτοὺς ὁδώσαντα who put mortals on the way to wisdom, Id.Ag.176 (lyr.); of things, direct, ordain, E.Ion1050 (lyr.):—Pass., to be on the right way, τὰ ἀπ' ὑμέων χρηστῶς ὁδοῦται Hdt.4.139.

German (Pape)

[Seite 294] den Weg zeigen, führen; οὗτός σ' ὁδώσει τὴν τρίγωνον ἐς χθόνα, Aesch. Prom. 815; δυστέκμαρτον εἰς τέχνην ὥδωσα βροτούς, 496, vgl. Ag. 169; übertr., ὅδωσον δυσθανάτων κρατήρων πληρώματα, Eur. Ion 1050; übh. leiten, τὰ ἀπ' ὑμέων ὑμῖν χρηστῶς ὁδοῦται, Her. 4, 139. – Nach Hesych. im med. auch = πορεύομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ὁδόω: (ὁδός)· ― ὁδηγῶ διὰ τῆς προσηκούσης ὁδοῦ, οὗτός σ’ ὁδώσει τὴν τρίγωνον ἐς χθόνα Αἰσχύλ. Πρ. 813· δυστέκμαρτον ἐς τέχνην ὥδωσα θνητοὺς αὐτόθι 498· πρβλ. Ἕρμανν. εἰς Πέρσ. 658· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., τὸν φρονεῖν βροτοὺς ὁδώσαντα, ὅστις ἔθηκε τοὺς θνητοὺς εἰς τὴν ὁδὸν τῆς φρονήσεως, τῆς σοφίας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 176· ἐπὶ πραγμάτων, διατάττω, διευθύνω, Εὐρ. Ἴων 1050. ― Παθ., εἶμαι ἐπὶ τῆς προσηκούσης ὁδοῦ, τὰ ἀφ’ ὑμέων χρηστῶς ὁδοῦται Ἡρόδ. 4. 139· ἀκριβῶς ὡς τὸ εὐοδοῦσθαι ἐν 6. 73.