διαείδω: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(c1)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0577.png Seite 577]] = διᾴδω, um die Wette singen, διαείσομαι Theocr. 5, 22.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0577.png Seite 577]] = διᾴδω, um die Wette singen, διαείσομαι Theocr. 5, 22.
}}
{{ls
|lstext='''διαείδω''': (ὃ ἐ. διαϝείδω), μέλλ. -είσομαι, [[διακρίνω]], [[αὔριον]] ἣν ἀρετὴν διαείσεται, θά καταδείξῃ τὴν ἀνδρείαν του, Ἰλ. Θ. 535. -Παθ., [[ἔνθα]] μάλιστ’ [[ἀρετὴ]] διαείδεται, διακρίνεται, καταφαίνεται, Ν. 277· [[ἁπλῶς]], φαίνομαι [[μεταξύ]], Ἀπόλλ. Ρόδ. Β. 579, πρβλ. Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 1· καί ἴδε [[διεῖδον]].
}}
}}

Revision as of 10:10, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαείδω Medium diacritics: διαείδω Low diacritics: διαείδω Capitals: ΔΙΑΕΙΔΩ
Transliteration A: diaeídō Transliteration B: diaeidō Transliteration C: diaeido Beta Code: diaei/dw

English (LSJ)

(A) (i.e.διαϝείδω), fut. -είσομαι,

   A discern, distinguish, αὔριον ἢν ἀρετὴν διαείσεται will test his manhood, Il.8.535:—Pass., ἔνθα μάλιστ' ἀρετὴ διαείδεται is discerned, 13.277, cf. Aret.SD1.1; simply, appear between, A.R.2.579 (tm.).
δι-ᾰείδω (B), fut. -ᾰείσομαι: Att. δι-ᾴδω, -ᾴσομαι:—Med., aor.

   A διᾴσασθαι Phryn.PSp.65B.:—contend in singing, τινί with one, Theoc.5.22: abs., contend in song, sing for the prize, Arist.Po.1462a7, Phryn.l.c.    II to be dissonant, opp. συνᾴδω, Heraclit.10.

German (Pape)

[Seite 577] = διᾴδω, um die Wette singen, διαείσομαι Theocr. 5, 22.

Greek (Liddell-Scott)

διαείδω: (ὃ ἐ. διαϝείδω), μέλλ. -είσομαι, διακρίνω, αὔριον ἣν ἀρετὴν διαείσεται, θά καταδείξῃ τὴν ἀνδρείαν του, Ἰλ. Θ. 535. -Παθ., ἔνθα μάλιστ’ ἀρετὴ διαείδεται, διακρίνεται, καταφαίνεται, Ν. 277· ἁπλῶς, φαίνομαι μεταξύ, Ἀπόλλ. Ρόδ. Β. 579, πρβλ. Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 1· καί ἴδε διεῖδον.