διαείδω

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαείδω Medium diacritics: διαείδω Low diacritics: διαείδω Capitals: ΔΙΑΕΙΔΩ
Transliteration A: diaeídō Transliteration B: diaeidō Transliteration C: diaeido Beta Code: diaei/dw

English (LSJ)

(A) (i.e. διαϝείδω), fut. -είσομαι,
A discern, distinguish, αὔριον ἢν ἀρετὴν διαείσεται will test his manhood, Il.8.535:—Pass., ἔνθα μάλιστ' ἀρετὴ διαείδεται is discerned, 13.277, cf. Aret.SD1.1; simply, appear between, A.R.2.579 (tm.).
διᾰείδω (B), fut. -ᾰείσομαι: Att. διᾴδω, -ᾴσομαι:—Med., aor.
A διᾴσασθαι Phryn.PSp.65B.:—contend in singing, τινί with one, Theoc.5.22: abs., contend in song, sing for the prize, Arist.Po.1462a7, Phryn.l.c.
II to be dissonant, opp. συνᾴδω, Heraclit.10.

German (Pape)

[Seite 577] = διᾴδω, um die Wette singen, διαείσομαι Theocr. 5, 22.

French (Bailly abrégé)

1discerner ; Pass. être discerné, se montrer, paraître;
Moy. διαείδομαι (f. 3ᵉ sg. διαείσεται) laisser paraître, laisser voir, montrer : ἀρετήν IL son courage.
Étymologie: p. *διαϜείδω, v. *εἴδω.
2poét. p. διᾴδω.

Russian (Dvoretsky)

διαείδω: Theocr. = διάδω.

Greek (Liddell-Scott)

διαείδω: (ὃ ἐ. διαϝείδω), μέλλ. -είσομαι, διακρίνω, αὔριον ἣν ἀρετὴν διαείσεται, θά καταδείξῃ τὴν ἀνδρείαν του, Ἰλ. Θ. 535. -Παθ., ἔνθα μάλιστ’ ἀρετὴ διαείδεται, διακρίνεται, καταφαίνεται, Ν. 277· ἁπλῶς, φαίνομαι μεταξύ, Ἀπόλλ. Ρόδ. Β. 579, πρβλ. Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 1· καί ἴδε διεῖδον.

Greek Monolingual

(I)
διαείδω (Α)
1. διακρίνω
καταδεικνύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διαFείδω. Το β' συνθετικό της λ. είδω δεν μαρτυρείται ως ενεργ. αλλά απαντά μόνο μέσο είδομαι].
(II)
διαείδω και αττ. τ. διᾴδω (Α) αείδω
1. διαγωνίζομαι με κάποιον στο τραγούδι
2. κάνω παραφωνία
3. τραγουδώ τα μέρη μεταξύ τών διαλόγων.

Greek Monotonic

διαείδω: (δηλ. διαϜείδω), μέλ. -είσομαι, διακρίνω, ξεχωρίζω· ἣν ἀρετήν διαείσεται, θα διακριθεί, θα δείξει την ανδρεία του, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., διακρίνομαι, φανερώνομαι, σε Ομήρ. Ιλ.
διαείδω: μέλ. -αείσομαι, Αττ. δι-ᾴδω, -ᾴσομαι· διαγωνίζομαι στο τραγούδι, τινί, με κάποιον, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

1 [i. e. διαϝείδω] fut. -είσομαι
to discern, distinguish, ἣν ἀρετὴν διαείσεται will discern, test his manhood, Il.:—Pass. to be discerned, Il.
2 fut. -αείσομαι Attic δι-ᾴδω -ᾴσομαι
to contend in singing, τινί with one, Theocr.