ἀπορέγω: Difference between revisions
From LSJ
Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht
(c1) |
(6_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0321.png Seite 321]] ausstrecken, Hippocr.; davon geben, B. A. 434. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0321.png Seite 321]] ausstrecken, Hippocr.; davon geben, B. A. 434. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀπορέγω''': [[ἐκτείνω]] πρὸς τὰ ἔξω, [[παρέχω]], ἐπιδεόμενος τὴν χεῖρα ἀπορέγει Ἱππ. π. Ἀγμ. 750, «ἀπο[ρ]ρέξαντες, ἀπομερίσαντες, ἀπόμοιραν δόντες» Ἁρποκρ., κατὰ τὰ Α. Β. «ἀπορέξαι, δοῦναι» κατὰ δὲ Ἡσύχ. «ἀπορέγειν τὸ ἐκ πολλῶν ὀλίγα διδόναι». | |||
}} | }} |
Revision as of 10:12, 5 August 2017
English (LSJ)
A stretch out, Hp.Fract.1.
German (Pape)
[Seite 321] ausstrecken, Hippocr.; davon geben, B. A. 434.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορέγω: ἐκτείνω πρὸς τὰ ἔξω, παρέχω, ἐπιδεόμενος τὴν χεῖρα ἀπορέγει Ἱππ. π. Ἀγμ. 750, «ἀπο[ρ]ρέξαντες, ἀπομερίσαντες, ἀπόμοιραν δόντες» Ἁρποκρ., κατὰ τὰ Α. Β. «ἀπορέξαι, δοῦναι» κατὰ δὲ Ἡσύχ. «ἀπορέγειν τὸ ἐκ πολλῶν ὀλίγα διδόναι».