ξενοδοκέω: Difference between revisions
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
(13_4) |
(6_23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0277.png Seite 277]] u. [[ξενοδοχέω]], ion. u. ep. [[ξεινοδοκέω]], Fremde, Gastfreunde aufnehmen, bewirthen, beherbergen; ξεινοδόκησε [[δαίμων]], Pind. frg. 278, wo es = [[μαρτυρέω]] sein soll; ξεινοδοκέων πάντας ἀνθρώπους, Her. 6, 128; Plat. Rep. IV, 419. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0277.png Seite 277]] u. [[ξενοδοχέω]], ion. u. ep. [[ξεινοδοκέω]], Fremde, Gastfreunde aufnehmen, bewirthen, beherbergen; ξεινοδόκησε [[δαίμων]], Pind. frg. 278, wo es = [[μαρτυρέω]] sein soll; ξεινοδοκέων πάντας ἀνθρώπους, Her. 6, 128; Plat. Rep. IV, 419. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ξενοδοκέω''': Ἰων. ξεινο-, [[ὑποδέχομαι]], περιποιοῦμαι ξένους, φιλοξενῶ, Ἡρόδ. 6. 127, Εὐρ. Ἄλκ. 552, Ἀνθ., κτλ.· - παρὰ μεταγεν. [[ξενοδοχέω]], Α΄ Ἐπ. π. Τιμ. ε΄, 10· ἴδε ἐν λέξ. [[ξενοδόκος]]. ΙΙ. μαρτυρῶ, Πινδ. Ἀποσπ. 278. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:20, 5 August 2017
English (LSJ)
Ion. ξεινο-,
A entertain guests or strangers. Hdt.6.127, E.Alc.552, AP10.16 (Theaet.), etc. :—later ξενο-δοχέω, 1 Ep.Ti.5.10, Max. Tyr.32.9, Cod.Just.1.3.45.1b. II testify, Pi.Fr.311 :— Med., Hsch.
German (Pape)
[Seite 277] u. ξενοδοχέω, ion. u. ep. ξεινοδοκέω, Fremde, Gastfreunde aufnehmen, bewirthen, beherbergen; ξεινοδόκησε δαίμων, Pind. frg. 278, wo es = μαρτυρέω sein soll; ξεινοδοκέων πάντας ἀνθρώπους, Her. 6, 128; Plat. Rep. IV, 419.
Greek (Liddell-Scott)
ξενοδοκέω: Ἰων. ξεινο-, ὑποδέχομαι, περιποιοῦμαι ξένους, φιλοξενῶ, Ἡρόδ. 6. 127, Εὐρ. Ἄλκ. 552, Ἀνθ., κτλ.· - παρὰ μεταγεν. ξενοδοχέω, Α΄ Ἐπ. π. Τιμ. ε΄, 10· ἴδε ἐν λέξ. ξενοδόκος. ΙΙ. μαρτυρῶ, Πινδ. Ἀποσπ. 278.