Α α: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ παράκλητος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν → but the Comforter, which is the Holy Ghost, whom the Father will send in my name, he shall teach you all things, and bring all things to your remembrance, whatsoever I have said unto you

Source
(1000)
 
(6_4)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=*a a
|Beta Code=*a a
|Definition=ἄλφα (q.v.), τό, indecl., first letter of the Gr. alphabet: as Numeral, ά <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[εἷς]] and <b class="b3">πρῶτος</b>, but <b class="b3">'α</b> = 1,000.</span>
|Definition=ἄλφα (q.v.), τό, indecl., first letter of the Gr. alphabet: as Numeral, ά <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[εἷς]] and <b class="b3">πρῶτος</b>, but <b class="b3">'α</b> = 1,000.</span>
}}
{{ls
|lstext='''Α α''': α, [[ἄλφα]], τό, ἄκλ., πρῶτον [[γράμμα]] τοῦ Ἑλλ. ἀλφαβήτου: [[ὅθεν]] ὡς [[ἀριθμητικόν]], α΄ = εἷς καὶ πρῶτος, ἀλλὰ ͵α = 1000 ἢ [[χιλιοστός]], ή, όν· [[μετὰ]] διαιρετικῶν σημείων, (¨α) ἢ [[μετὰ]] γραμμῆς εὐθείας ἐπ’ [[αὐτοῦ]] (ᾱ) σημαίνει μύριοι (10,000). Ἥρων Νεωτ. 169, 4 καὶ ἀλλ. Εἰς χειρόγραφά τινα τὸ πρῶτος, η, ον, εὕρηται γεγραμμένον αος, αη, αον· ἡ γενικὴ αου, αης καὶ ἡ δοτ. αῳ, αῃ κτλ. - Τὸ μακρὸν ᾱ διαφέρει τοῦ βραχέος ᾰ, οὐχὶ κατὰ [[εἶδος]], ἀλλὰ κατὰ ποσόν, ἦτο δὲ εὐφωνότατον τῶν ἄλλων μακρῶν φωνηέντων· «εὐφωνότατον τὸ [[ἄλφα]] [[ὅταν]] ἐντείνηται· λέγεται γὰρ ἀνοιγομένου τοῦ στόματος ἐπὶ πλεῖστον, καὶ τοῦ πνεύματος ἄνω φερομένου πρὸς τὸν οὐρανόν», Διονυσ. Ἁ. τόμ. Ε΄, σ. 75, 12. ἔκδ. Ρεϊσκίου. Ἡ καταχρ. [[δίφθογγος]] ᾳ ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸ Λατινικὸν ā [[μακρόν]].
}}
}}

Revision as of 10:22, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Α α Medium diacritics: Α α Low diacritics: Α α Capitals: Α Α
Transliteration A: A a Transliteration B: A a Transliteration C: A a Beta Code: *a a

English (LSJ)

ἄλφα (q.v.), τό, indecl., first letter of the Gr. alphabet: as Numeral, ά

   A = εἷς and πρῶτος, but = 1,000.

Greek (Liddell-Scott)

Α α: α, ἄλφα, τό, ἄκλ., πρῶτον γράμμα τοῦ Ἑλλ. ἀλφαβήτου: ὅθεν ὡς ἀριθμητικόν, α΄ = εἷς καὶ πρῶτος, ἀλλὰ ͵α = 1000 ἢ χιλιοστός, ή, όν· μετὰ διαιρετικῶν σημείων, (¨α) ἢ μετὰ γραμμῆς εὐθείας ἐπ’ αὐτοῦ (ᾱ) σημαίνει μύριοι (10,000). Ἥρων Νεωτ. 169, 4 καὶ ἀλλ. Εἰς χειρόγραφά τινα τὸ πρῶτος, η, ον, εὕρηται γεγραμμένον αος, αη, αον· ἡ γενικὴ αου, αης καὶ ἡ δοτ. αῳ, αῃ κτλ. - Τὸ μακρὸν ᾱ διαφέρει τοῦ βραχέος ᾰ, οὐχὶ κατὰ εἶδος, ἀλλὰ κατὰ ποσόν, ἦτο δὲ εὐφωνότατον τῶν ἄλλων μακρῶν φωνηέντων· «εὐφωνότατον τὸ ἄλφα ὅταν ἐντείνηται· λέγεται γὰρ ἀνοιγομένου τοῦ στόματος ἐπὶ πλεῖστον, καὶ τοῦ πνεύματος ἄνω φερομένου πρὸς τὸν οὐρανόν», Διονυσ. Ἁ. τόμ. Ε΄, σ. 75, 12. ἔκδ. Ρεϊσκίου. Ἡ καταχρ. δίφθογγος ᾳ ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸ Λατινικὸν ā μακρόν.