χιλιοστός

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῑλιοστός Medium diacritics: χιλιοστός Low diacritics: χιλιοστός Capitals: ΧΙΛΙΟΣΤΟΣ
Transliteration A: chiliostós Transliteration B: chiliostos Transliteration C: chiliostos Beta Code: xiliosto/s

English (LSJ)

χιλιοστή, χιλιοστόν, thousandth, X.Cyr.2.3.6, Pl.Phdr.249b, R.615c, etc.: ἡ χιλιοστή = tax of 1000th, PEleph.14.12 (iii B. C.), Hsch.

German (Pape)

[Seite 1356] der tausendste, Plat. Phaedr. 249 b u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
millième.
Étymologie: χίλιοι.

Russian (Dvoretsky)

χῑλιοστός: тысячный (по порядку) Xen., Plat.

Greek (Liddell-Scott)

χῑλιοστός: -ή, -όν, τακτικὸν ἀριθμ. τοῦ χίλιοι, τῷ χιλιοστῷ ἔτει Πλάτ. Φαῖδρ. 249Β, Πολ. 615C, Ξεν., κλπ.· ἡ χιλιοστὴ, τέλος, δασμὸς τοῦ χιλιοστοῦ μέρους, «τέλος ἀπὸ τῆς ☥θυσίας» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χιλιοστός, -ή, -όν, ΝΜΑ
αυτός που κατέχει τον αριθμό χίλια σε σειρά ή τάξη (α. «ο χιλιοστός επιβάτης» β. «οὐκ ἂν κριθείην οὔτε πρῶτος οὔτε δεύτερος οἶμαι δὲ οὐδὲ χιλιοστός», Ξεν.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. βλ. χιλιοστό
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ χιλιοστή
(κατά τον Ησύχ.) «χιλιοστή
τέλος ἀπὸ τῆς θυσίας».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χίλιοι + κατάλ. -οστός. (αναλογικά προς το εικοστός), πρβλ. ἑκατοστός].

Greek Monotonic

χῑλιοστός: -ή, -όν (χίλιοι), χιλιοστός, σε Πλάτ., Ξεν.

Middle Liddell

χῑλιοστός, ή, όν χίλιοι
the thousandth, Plat., Xen.