ἀδρύφακτος: Difference between revisions

From LSJ

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source
(4000)
 
(6_16)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)dru/faktos
|Beta Code=a)dru/faktos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">unfenced</b>, <b class="b3">ἀτείχιστος, ἀφύλακτος, ἄνευ δικαστηρίου</b>, Hsch.: metaph., <b class="b3">ἄπονος καὶ ἀταλαίπωρος</b>, <span class="title">AB</span>345.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">unfenced</b>, <b class="b3">ἀτείχιστος, ἀφύλακτος, ἄνευ δικαστηρίου</b>, Hsch.: metaph., <b class="b3">ἄπονος καὶ ἀταλαίπωρος</b>, <span class="title">AB</span>345.</span>
}}
{{ls
|lstext='''ἀδρύφακτος''': -ον, [[ἄνευ]] πριβόλου, «ἀδρύφακτον, [[ἄνευ]] δικαστηρίου, ἢ ἀφύλακτον, ἀτείχιστον», Ἡσύχ.· - μεταφορ. = [[ἄπονος]] καὶ [[ἀταλαίπωρος]], Α. Β. 345.
}}
}}

Revision as of 10:23, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδρύφακτος Medium diacritics: ἀδρύφακτος Low diacritics: αδρύφακτος Capitals: ΑΔΡΥΦΑΚΤΟΣ
Transliteration A: adrýphaktos Transliteration B: adryphaktos Transliteration C: adryfaktos Beta Code: a)dru/faktos

English (LSJ)

ον,

   A unfenced, ἀτείχιστος, ἀφύλακτος, ἄνευ δικαστηρίου, Hsch.: metaph., ἄπονος καὶ ἀταλαίπωρος, AB345.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδρύφακτος: -ον, ἄνευ πριβόλου, «ἀδρύφακτον, ἄνευ δικαστηρίου, ἢ ἀφύλακτον, ἀτείχιστον», Ἡσύχ.· - μεταφορ. = ἄπονος καὶ ἀταλαίπωρος, Α. Β. 345.