ἀποβολή: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(13_4)
(6_12)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0297.png Seite 297]] ἡ, 1) das Wegwerfen, ὅπλων Plat. Legg. XII, 943 e. – 2) Verlust, χρημάτων Plat. Lach. 195 e; ἐπιστήμης Phaed. 75 e; Sp., z. B. Plut. Sol. 7. Im plur., Isocr. 3, 32; Ggstz λήψεις Arist. rhet. 1, 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0297.png Seite 297]] ἡ, 1) das Wegwerfen, ὅπλων Plat. Legg. XII, 943 e. – 2) Verlust, χρημάτων Plat. Lach. 195 e; ἐπιστήμης Phaed. 75 e; Sp., z. B. Plut. Sol. 7. Im plur., Isocr. 3, 32; Ggstz λήψεις Arist. rhet. 1, 6.
}}
{{ls
|lstext='''ἀποβολή''': ῆς, ἡ, τὸ ἀπορρίπτειν, [[ἀπόρριψις]], καὶ τῆς τῶν κατά πόλεμον ὅπλων ἀποβολῆς Πλάτ. Νόμ. 943E κἑξ.· παρὰ γραμμ. ἡ ἀποβολὴ στοιχείου. 2) [[ἀπώλεια]], «χάσιμον», Λατ. jactura. ἀντίθ. τῷ [[κτῆσις]], χρημάτων ἀποβολὴ Πλάτ. Λάχ. 195Ε, Ἀριστ. κτλ.· ἐπιστήμης Πλάτ. Φαίδων 75Ε, πρβλ. Εὔφρονα ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 27· ἐν τῷ πληθ., τὰς τῶν κακῶν ἀποβολάς Ἀριστ. Ρητ. 1. 6, 4.
}}
}}

Revision as of 10:30, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποβολή Medium diacritics: ἀποβολή Low diacritics: αποβολή Capitals: ΑΠΟΒΟΛΗ
Transliteration A: apobolḗ Transliteration B: apobolē Transliteration C: apovoli Beta Code: a)pobolh/

English (LSJ)

ῆς, ἡ,

   A throwing away, e.g. ὅπλων ib.943e sq.; jettison, Ph.2.413; in Gramm., dropping of a letter, etc., A.D.Pron.55.7,al.; τόνου Synt. 130.1.    2 loss, opp. κτῆσις, χρημάτων Pl.La.195e, Arist.EN1115a21, etc.; ἐπιστήμης Pl.Phd.75d, cf. Euphro 1.27: pl., τὰς τῶν κακῶν ἀ. Arist.Rh.1362a36, cf. Isoc.3.32.

German (Pape)

[Seite 297] ἡ, 1) das Wegwerfen, ὅπλων Plat. Legg. XII, 943 e. – 2) Verlust, χρημάτων Plat. Lach. 195 e; ἐπιστήμης Phaed. 75 e; Sp., z. B. Plut. Sol. 7. Im plur., Isocr. 3, 32; Ggstz λήψεις Arist. rhet. 1, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποβολή: ῆς, ἡ, τὸ ἀπορρίπτειν, ἀπόρριψις, καὶ τῆς τῶν κατά πόλεμον ὅπλων ἀποβολῆς Πλάτ. Νόμ. 943E κἑξ.· παρὰ γραμμ. ἡ ἀποβολὴ στοιχείου. 2) ἀπώλεια, «χάσιμον», Λατ. jactura. ἀντίθ. τῷ κτῆσις, χρημάτων ἀποβολὴ Πλάτ. Λάχ. 195Ε, Ἀριστ. κτλ.· ἐπιστήμης Πλάτ. Φαίδων 75Ε, πρβλ. Εὔφρονα ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 27· ἐν τῷ πληθ., τὰς τῶν κακῶν ἀποβολάς Ἀριστ. Ρητ. 1. 6, 4.