δεκτικός: Difference between revisions

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
(c2)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0543.png Seite 543]] zur Aufnahme geeignet, aufnehmend, τινός Arist. Pol. 4, 4 u. öfter; Plat. Defin. 415 a; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0543.png Seite 543]] zur Aufnahme geeignet, aufnehmend, τινός Arist. Pol. 4, 4 u. öfter; Plat. Defin. 415 a; Sp.
}}
{{ls
|lstext='''δεκτικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς δοχὴν ἢ λῆψιν, Λατ. capax, τὸ τῆς τροφῆς δ., τὸ [[μέρος]] τὸ δεχόμενον τὴν τροφήν, δηλ. ἡ [[κοιλία]], Ἀριστ. Πολ. 4. 4, 8, πρβλ. Ἱστ. Ζ. 1. 2, 3, Γεν. Ζ. 1. 20, 14, κ. ἀλλ. 2) ἐπιδεκτικός τινος, ἐπιστήμης Ὅρ. Πλάτ. 415Α· ἐναντιώσεων Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 4, 7· τῆς ἕξεως ὁ αὐτ. Κατηγ. 10, 10· τῶν αἰσθητῶν ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 2. 1, 19. 3) ἀπολ., ἱκανὸς νὰ δεχθῇ, ὁ δεχόμενος, ὁ αὐτ. Μεταφ. 4. 23, 1, π. Ψυχ. 2. 2, 14, Φυσ. 7. 4, 8.
}}
}}

Revision as of 10:38, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκτικός Medium diacritics: δεκτικός Low diacritics: δεκτικός Capitals: ΔΕΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: dektikós Transliteration B: dektikos Transliteration C: dektikos Beta Code: dektiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fit for receiving, τὸ τῆς τροφῆς δ. the part that receives the food (sc. ἡ κοιλία), Arist.Pol.1290b27, cf. HA489a3; αἰσθητήριον δ. τῶν αἰσθητῶν Id.PA647a7; [τοῦ εἴδους] Id.Metaph.1023a12: Comp., Id.Pr. 966a12.    2 capable of, ἐπιστήμης Pl.Def.415a; ἐναντιώσεων Arist. GC320a4; τῆς ἕξεως Id.Cat.12a30; διατάξεως Porph.Abst.1.7; παθημάτων Hierocl.in CA 24p.470M.; θυμοῦ Phld.Ir.p.87 W.; πόνων Demetr.Lac.Herc.1012.45 F., cf. Phld.D.1.2.    3 abs., capable of receiving, recipient, Arist.de An.414a10, Ph.249a2.

German (Pape)

[Seite 543] zur Aufnahme geeignet, aufnehmend, τινός Arist. Pol. 4, 4 u. öfter; Plat. Defin. 415 a; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δεκτικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς δοχὴν ἢ λῆψιν, Λατ. capax, τὸ τῆς τροφῆς δ., τὸ μέρος τὸ δεχόμενον τὴν τροφήν, δηλ. ἡ κοιλία, Ἀριστ. Πολ. 4. 4, 8, πρβλ. Ἱστ. Ζ. 1. 2, 3, Γεν. Ζ. 1. 20, 14, κ. ἀλλ. 2) ἐπιδεκτικός τινος, ἐπιστήμης Ὅρ. Πλάτ. 415Α· ἐναντιώσεων Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 4, 7· τῆς ἕξεως ὁ αὐτ. Κατηγ. 10, 10· τῶν αἰσθητῶν ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 2. 1, 19. 3) ἀπολ., ἱκανὸς νὰ δεχθῇ, ὁ δεχόμενος, ὁ αὐτ. Μεταφ. 4. 23, 1, π. Ψυχ. 2. 2, 14, Φυσ. 7. 4, 8.