παραγκαλίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(b)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0474.png Seite 474]] in die Arme nehmen, Poll. 2, 139 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0474.png Seite 474]] in die Arme nehmen, Poll. 2, 139 u. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''παραγκᾰλίζομαι''': [[ἐναγκαλίζομαι]], [[λαμβάνω]] τι εἰς τὰς ἀγκάλας μου, [[Πολυδ]]. Β΄, 139· «παραγκαλιζόμενος ὁ [[πέπων]] τὴν ὀμφακίζουσαν, ὁ [[ὑπέρωρος]] τὴν ἡλικίαν τὴν ὀρθότιτθον νέανιδα» Νικήτ. Χων. Ἀνδρόν. (ἀμάρτυρον ἐκ τοῦ Θησ. Στεφάνου).
}}
}}

Revision as of 10:40, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραγκᾰλίζομαι Medium diacritics: παραγκαλίζομαι Low diacritics: παραγκαλίζομαι Capitals: ΠΑΡΑΓΚΑΛΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: parankalízomai Transliteration B: parankalizomai Transliteration C: paragkalizomai Beta Code: paragkali/zomai

English (LSJ)

   A take into one's arms, Poll.2.139.

German (Pape)

[Seite 474] in die Arme nehmen, Poll. 2, 139 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παραγκᾰλίζομαι: ἐναγκαλίζομαι, λαμβάνω τι εἰς τὰς ἀγκάλας μου, Πολυδ. Β΄, 139· «παραγκαλιζόμενος ὁ πέπων τὴν ὀμφακίζουσαν, ὁ ὑπέρωρος τὴν ἡλικίαν τὴν ὀρθότιτθον νέανιδα» Νικήτ. Χων. Ἀνδρόν. (ἀμάρτυρον ἐκ τοῦ Θησ. Στεφάνου).