στοχαστικός: Difference between revisions
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
(13_5) |
(6_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0949.png Seite 949]] zum Zielen, Errathen gehörig; ἡ στοχαστική, die Geschicklichkeit, gleich das Richtige zu treffen, Plat. def. 412 c 413 a; [[ψυχή]], Gorg. 463 a; muthmaßend, τινός, Arist. Nicom. cth. 6, 7, 6; στοχαστικῶς ἔχειν [[πρός]] τι, rhet. 1, 1 u. Sp., wie Luc. hist. conscr. 47; τέχναι, S. Emp. adv. gramm. 72, wozu die κυβερνητική und die ἰατρική gerechnet wird. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0949.png Seite 949]] zum Zielen, Errathen gehörig; ἡ στοχαστική, die Geschicklichkeit, gleich das Richtige zu treffen, Plat. def. 412 c 413 a; [[ψυχή]], Gorg. 463 a; muthmaßend, τινός, Arist. Nicom. cth. 6, 7, 6; στοχαστικῶς ἔχειν [[πρός]] τι, rhet. 1, 1 u. Sp., wie Luc. hist. conscr. 47; τέχναι, S. Emp. adv. gramm. 72, wozu die κυβερνητική und die ἰατρική gerechnet wird. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''στοχαστικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ νὰ ἐπιτύχῃ, νὰ κτυπήσῃ [[μετὰ]] γεν., τοῦ ἀρίστου Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 7, 6· [[ἀρετὴ]] μέσου στ. [[αὐτόθι]] 2. 6, 9, 13. 2) ἱκανὸς νὰ συμπεράνῃ, νὰ εἰκάσῃ, ἡ στοχαστικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]) Πλάτ. Φίληβ. 55Ε· - [[ἐπιτυχής]], εὐφυής, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 463Α· - Ἐπίρρ., στοχαστικῶς ἔχειν [[πρός]] τι Ἀριστ. Ρητορ. 1. 1, 11. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:44, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A skilful in aiming at, able to hit, c. gen., τοῦ ἀρίστου Arist.EN1141b13; ἀρετὴ τοῦ μέσου σ. ib.1106b15. b τὸ σ. τῶν φίλων consideration for the wishes of . ., M.Ant.1.9. 2 proceeding by guesswork, ἡ -κή (sc. τέχνη) Pl.Phlb.55e; σ. τέχναι Stoic.3.6, Gal.14.685; σ. ἐπιστῆμαι, opp. πάγιοι, Phld.Rh.1.26,59S.; σ. διάγνωσις Gal.6.365; ζητήματα Syrian. in Hermog.2.34 R.; sagacious, Pl.Grg.463a. Adv., πρὸς τὰ ἔνδοξα -κῶς ἔχειν Arist.Rh.1355a17; -κῶς τὸ μέτρον λαμβάνεται Gal. 6.360; -κῶς ἐξετάσομεν Hermog.Stat.4.
German (Pape)
[Seite 949] zum Zielen, Errathen gehörig; ἡ στοχαστική, die Geschicklichkeit, gleich das Richtige zu treffen, Plat. def. 412 c 413 a; ψυχή, Gorg. 463 a; muthmaßend, τινός, Arist. Nicom. cth. 6, 7, 6; στοχαστικῶς ἔχειν πρός τι, rhet. 1, 1 u. Sp., wie Luc. hist. conscr. 47; τέχναι, S. Emp. adv. gramm. 72, wozu die κυβερνητική und die ἰατρική gerechnet wird.
Greek (Liddell-Scott)
στοχαστικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος εἰς τὸ νὰ ἐπιτύχῃ, νὰ κτυπήσῃ μετὰ γεν., τοῦ ἀρίστου Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 7, 6· ἀρετὴ μέσου στ. αὐτόθι 2. 6, 9, 13. 2) ἱκανὸς νὰ συμπεράνῃ, νὰ εἰκάσῃ, ἡ στοχαστικὴ (ἐξυπακ. τέχνη) Πλάτ. Φίληβ. 55Ε· - ἐπιτυχής, εὐφυής, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 463Α· - Ἐπίρρ., στοχαστικῶς ἔχειν πρός τι Ἀριστ. Ρητορ. 1. 1, 11.