συμπτωματικός: Difference between revisions
From LSJ
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
(c1) |
(6_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0990.png Seite 990]] ή, όν, zufällig, dem Zufall ausgesetzt, Sp., bes. Medic. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0990.png Seite 990]] ή, όν, zufällig, dem Zufall ausgesetzt, Sp., bes. Medic. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συμπτωματικός''': -ή, -όν, ὁ κατὰ σύμπτωσιν, [[τυχαῖος]], Θεόδ. Στουδ. σ. 414Β. Ἐπίρρ. -κῶς, ἀντίθετ. τῷ ἀνάγκῃ, τὰ μὲν συμπτωματικῶς, τὰ δ’ ἀνάγκῃ Θεοφρ. Μετὰ τὰ Φυσ. 320, 13· ἀντίθετ. τῷ παρατηρητικῶς, Πτολεμ. Τετράβ. σ. 105. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:45, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A accidental, Thphr.HP7.15.1; casual, Gal.9.418. Adv. -κῶς, ἔχειν to be of the nature of coincidences, Thphr.Metaph.28, cf. Ptol.Tetr.105.
German (Pape)
[Seite 990] ή, όν, zufällig, dem Zufall ausgesetzt, Sp., bes. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
συμπτωματικός: -ή, -όν, ὁ κατὰ σύμπτωσιν, τυχαῖος, Θεόδ. Στουδ. σ. 414Β. Ἐπίρρ. -κῶς, ἀντίθετ. τῷ ἀνάγκῃ, τὰ μὲν συμπτωματικῶς, τὰ δ’ ἀνάγκῃ Θεοφρ. Μετὰ τὰ Φυσ. 320, 13· ἀντίθετ. τῷ παρατηρητικῶς, Πτολεμ. Τετράβ. σ. 105.