μεταπλάσσω: Difference between revisions
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
(13_3) |
(6_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0152.png Seite 152]] (s. [[πλάσσω]]), umformen, anders gestalten; ἕκαστα εἰς ἅπαντα, Plat. Tim. 50 a; Sp., wie Hedyl. 3 (App. 29), Luc. Halc. 4, γυναικὸς [[εἶδος]] μεταπλασθὲν εἰς ὄρνιθός τινος ποιῆσαι. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0152.png Seite 152]] (s. [[πλάσσω]]), umformen, anders gestalten; ἕκαστα εἰς ἅπαντα, Plat. Tim. 50 a; Sp., wie Hedyl. 3 (App. 29), Luc. Halc. 4, γυναικὸς [[εἶδος]] μεταπλασθὲν εἰς ὄρνιθός τινος ποιῆσαι. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μεταπλάσσω''': Ἀττ. -ττω, [[πλάττω]] [[διαφόρως]], τροποποιῶ, [[μεταβάλλω]], Πλάτ. Τίμ. 50Α· τι εἴ τι [[αὐτόθι]] 92Β· ([[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀνθ. Π. 9. 708)· μεταπλάσσων (ὁ αἰὼν) βίον ἄλλοτ’ ἄλλως Μελιννὼ Λεσβία παρὰ Στοβ. τ. 7. 13. 2) γραμμ., [[σχηματίζω]] πτῶσιν ὀνόματος κατὰ μεταπλασμόν, δηλ. ἐξ ὀνομαστικῆς μὴ ὑπαρχούσης, τὸ δὲ ὑσμῖνι ὤφειλε μὲν διὰ τοῦ η ἔχειν τὴν λήγουσαν, [[εὐθεῖα]] γὰρ ἡ [[ὑσμίνη]]· μετεπλάσθη δὲ ὡς καὶ τὸ Δωδῶνι κτλ., Εὐστ. 365, 13. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:46, 5 August 2017
English (LSJ)
Att. μεταπλάττω,
A mould differently, remodel, Pl.Ti.92b, Iamb.Myst.3.28; τι εἴς τι Pl.Ti.50a (so in Med., AP9.708 (Phil.)); βίον μ. ἄλλοι ἄλλως Melinnoap.Stob.3.7.12. 2 counterfeit, τὸ θεῖον νόμισμα Ph.1.220. II Gramm., in Pass., to be formed by metaplasm, A.D.Adv.184.11, Arc.129.6, Eust.58.38.
German (Pape)
[Seite 152] (s. πλάσσω), umformen, anders gestalten; ἕκαστα εἰς ἅπαντα, Plat. Tim. 50 a; Sp., wie Hedyl. 3 (App. 29), Luc. Halc. 4, γυναικὸς εἶδος μεταπλασθὲν εἰς ὄρνιθός τινος ποιῆσαι.
Greek (Liddell-Scott)
μεταπλάσσω: Ἀττ. -ττω, πλάττω διαφόρως, τροποποιῶ, μεταβάλλω, Πλάτ. Τίμ. 50Α· τι εἴ τι αὐτόθι 92Β· (οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀνθ. Π. 9. 708)· μεταπλάσσων (ὁ αἰὼν) βίον ἄλλοτ’ ἄλλως Μελιννὼ Λεσβία παρὰ Στοβ. τ. 7. 13. 2) γραμμ., σχηματίζω πτῶσιν ὀνόματος κατὰ μεταπλασμόν, δηλ. ἐξ ὀνομαστικῆς μὴ ὑπαρχούσης, τὸ δὲ ὑσμῖνι ὤφειλε μὲν διὰ τοῦ η ἔχειν τὴν λήγουσαν, εὐθεῖα γὰρ ἡ ὑσμίνη· μετεπλάσθη δὲ ὡς καὶ τὸ Δωδῶνι κτλ., Εὐστ. 365, 13.