συναπάγω: Difference between revisions

From LSJ

κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring

Source
(c2)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1001.png Seite 1001]] (s. [[ἄγω]]), mit, zugleich ab- oder wegführen, Xen. Cyr. 8, 3, 23 Hell. 5, 1, 23.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1001.png Seite 1001]] (s. [[ἄγω]]), mit, zugleich ab- oder wegführen, Xen. Cyr. 8, 3, 23 Hell. 5, 1, 23.
}}
{{ls
|lstext='''συναπάγω''': μέλλ. -ξω, [[ἀπάγω]] μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], τινὶ Ξενοφ. Κύρ. 8. 3, 23· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 1, 23. ΙΙ. παθ., ἀπάγομαι, ἀποπλανῶμαι ὁμοίως, Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. β΄, 13., Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. γ΄, 17. 2) μεταφ., = συμπεριφέρομαι ([[συμπεριφέρω]] ΙΙ. 3), Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ιβ΄, 16.
}}
}}

Revision as of 10:48, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναπάγω Medium diacritics: συναπάγω Low diacritics: συναπάγω Capitals: ΣΥΝΑΠΑΓΩ
Transliteration A: synapágō Transliteration B: synapagō Transliteration C: synapago Beta Code: sunapa/gw

English (LSJ)

[ᾰγ],

   A lead away with or together, τινι X.Cyr.8.3.23: abs., Id.HG5.1.23.    2 carry off with, οἱ γλυκεῖς οἶνοι . . οὐ συναπάγουσιν ἑαυτοῖς τοὺς χολώδεις χυμούς Gal.15.638.    II Pass., τοὺς συναπαχθέντας ἡμῖν γεωργούς arrested with us, PCair.Zen.640.14 (iii B.C.).    2 metaph., to be led away likewise, Ep.Gal.2.13, 2 Ep.Pet. 3.17.    3 = συμπεριφέρομαι (συμπεριφέρω 11.3), Ep.Rom.12.16.

German (Pape)

[Seite 1001] (s. ἄγω), mit, zugleich ab- oder wegführen, Xen. Cyr. 8, 3, 23 Hell. 5, 1, 23.

Greek (Liddell-Scott)

συναπάγω: μέλλ. -ξω, ἀπάγω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, τινὶ Ξενοφ. Κύρ. 8. 3, 23· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 1, 23. ΙΙ. παθ., ἀπάγομαι, ἀποπλανῶμαι ὁμοίως, Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. β΄, 13., Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. γ΄, 17. 2) μεταφ., = συμπεριφέρομαι (συμπεριφέρω ΙΙ. 3), Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ιβ΄, 16.