μύλος: Difference between revisions
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
(13_5) |
(6_14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0217.png Seite 217]] ὁ, = [[μύλη]], die Mühle; D. Sic. 3, 13; sprichwörtlich ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά, Paroem. App. IV, 48, von später, aber sicher eintretender Strafe; vgl. Plut. de S. N. V. 3; auch der Mühlstein, Sp.; der Backenzahn, Artemid. 1, 31. – S. auch [[μύλλος]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0217.png Seite 217]] ὁ, = [[μύλη]], die Mühle; D. Sic. 3, 13; sprichwörtlich ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά, Paroem. App. IV, 48, von später, aber sicher eintretender Strafe; vgl. Plut. de S. N. V. 3; auch der Mühlstein, Sp.; der Backenzahn, Artemid. 1, 31. – S. auch [[μύλλος]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μύλος''': ὁ, = [[μύλη]], ὡς καὶ νῦν, [[μύλος]], Πλούτ. 2. 549E, 530D, κτλ. 2) «μυλόπετρα», Λατ. lapis molaris, Ἀνθ. Π. 11. 253· μ. ὀνικὸς Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιη΄, 6, Λουκ. ιζ΄, 2· μύλους σφυρηλάτους ἀργυροῦς Στράβ. 188· - παροιμ., ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά, «ἐπὶ τῶν ὀψιαίτατα καὶ βραδέως παρεχόντων δίκην ὧν ἐπλημμέλησαν» Παροιμιογράφ. σ. 154 Gaisf., πρβλ. Πλούτ. 549E. 3) [[μυλίτης]] ὀδοὺς, [[τραπεζίτης]], Λατ. dens molaris, Ἀρτεμίδ. 1. 31. ΙΙ. ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[μύλλος]], ὃ ἴδε. ΙΙΙ. = [[μύλη]] IV, Μοσχίων. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μύλος]]· [[σάρξ]], ἣν αἱ κυοφοροῦσαι ἀντ’ ἐμβρύων φέρουσιν». [ῠ, πλὴν ἐν Χρησμ. Σιβ. 8. 14.] | |||
}} | }} |
Revision as of 10:49, 5 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], ὁ,
A = μύλη, mill, LXXEx.11.5, Plu.2.549d, 830d; μ. καβαλλαρικὸς ἐν λίθοις, μ. ὀνικός, μ. ὑδραλετικός, Edict.Diocl.15.52,53, 54. 2 millstone, PCair. Zen.355.84 (dub., iii B. C.), AP11.253 (Lucill.); γυνὴ ἔρριψε κλάσμα μύλου LXX 2 Ki.11.21; μ. ὀνικός En. Matt.18.6, Ev.Marc.9.42; μύλους σφυρηλάτους ἀργυροῦς Str.4.1.13: metaph., ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά App.Prov.4.48: generally, stone, Hp.Steril.241. 3 grinder, molar, Artem.1.31. II poet. for μύλλος (q.v.), Opp.H.1.130. III = μύλη IV, Sor.2.36, Erot. s.v. ἐμυλώθη, Hsch.
German (Pape)
[Seite 217] ὁ, = μύλη, die Mühle; D. Sic. 3, 13; sprichwörtlich ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά, Paroem. App. IV, 48, von später, aber sicher eintretender Strafe; vgl. Plut. de S. N. V. 3; auch der Mühlstein, Sp.; der Backenzahn, Artemid. 1, 31. – S. auch μύλλος.
Greek (Liddell-Scott)
μύλος: ὁ, = μύλη, ὡς καὶ νῦν, μύλος, Πλούτ. 2. 549E, 530D, κτλ. 2) «μυλόπετρα», Λατ. lapis molaris, Ἀνθ. Π. 11. 253· μ. ὀνικὸς Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιη΄, 6, Λουκ. ιζ΄, 2· μύλους σφυρηλάτους ἀργυροῦς Στράβ. 188· - παροιμ., ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά, «ἐπὶ τῶν ὀψιαίτατα καὶ βραδέως παρεχόντων δίκην ὧν ἐπλημμέλησαν» Παροιμιογράφ. σ. 154 Gaisf., πρβλ. Πλούτ. 549E. 3) μυλίτης ὀδοὺς, τραπεζίτης, Λατ. dens molaris, Ἀρτεμίδ. 1. 31. ΙΙ. ποιητ. ἀντὶ τοῦ μύλλος, ὃ ἴδε. ΙΙΙ. = μύλη IV, Μοσχίων. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μύλος· σάρξ, ἣν αἱ κυοφοροῦσαι ἀντ’ ἐμβρύων φέρουσιν». [ῠ, πλὴν ἐν Χρησμ. Σιβ. 8. 14.]