ἐπέλευσις: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
(c2)
(6_8)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0914.png Seite 914]] ἡ, das Hinzukommen, das Zufällige, Plut. stoic. rep. 23 im plur., u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0914.png Seite 914]] ἡ, das Hinzukommen, das Zufällige, Plut. stoic. rep. 23 im plur., u. a. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ἐπέλευσις''': -εως, ἡ, ([[ἐπέρχομαι]]) τὸ ἔρχεσθαι εἴς τι, [[ἔλευσις]], «ἐρχομός», ἐπέλευσιν... ἀπροόρατον Εὐστ. 1574. 59· ἐπιθεώρησις, Διονυσίῳ μὲν γὰρ ἐμέλησεν ὀλικῆς τινος περιηγήσεως γῆς καὶ ἐθνῶν ἐπελεύσεως ὁ αὐτὸς ἐν τῷ Προοιμ. Ὑπομνημάτ. εἰς Διονύσ. Περιηγ. σ. 71. 18, ἔκδ. Bernh. 2) συμβεβηκός, γεγονὸς τυχαῖον, ταῖς πλαττομέναις καὶ λεγομέναις ἐπελεύσεσιν Χρύσιππος παρὰ Πλουτ. 2. 1045D.
}}
}}

Revision as of 10:50, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπέλευσις Medium diacritics: ἐπέλευσις Low diacritics: επέλευσις Capitals: ΕΠΕΛΕΥΣΙΣ
Transliteration A: epéleusis Transliteration B: epeleusis Transliteration C: epelefsis Beta Code: e)pe/leusis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A coming on or to, arrival, ὄχλων Cat.Cod. Astr. 7.132, cf. Eust. 1574.59; touching on a thing, survey of it, Id. ad D. P. Prooem.p.71 B.; so [μέγεθος] ἐν διεξόδῳ καὶ ἐ. καθ' ἕκαστον μέρος αἰσθανόμεθα Plot.2.8.1, cf. Them.in de An.30.33.    2 adventitious impulse, Chrysipp.Stoic.2.282.    3 in Law, prosecution, PFay. 26.14 (ii A. D.), POxy.1638.13 (iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 914] ἡ, das Hinzukommen, das Zufällige, Plut. stoic. rep. 23 im plur., u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπέλευσις: -εως, ἡ, (ἐπέρχομαι) τὸ ἔρχεσθαι εἴς τι, ἔλευσις, «ἐρχομός», ἐπέλευσιν... ἀπροόρατον Εὐστ. 1574. 59· ἐπιθεώρησις, Διονυσίῳ μὲν γὰρ ἐμέλησεν ὀλικῆς τινος περιηγήσεως γῆς καὶ ἐθνῶν ἐπελεύσεως ὁ αὐτὸς ἐν τῷ Προοιμ. Ὑπομνημάτ. εἰς Διονύσ. Περιηγ. σ. 71. 18, ἔκδ. Bernh. 2) συμβεβηκός, γεγονὸς τυχαῖον, ταῖς πλαττομέναις καὶ λεγομέναις ἐπελεύσεσιν Χρύσιππος παρὰ Πλουτ. 2. 1045D.