καινοσχήμων: Difference between revisions
From LSJ
(13_1) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1295.png Seite 1295]] ον, od. καινόσχημος, nur im neutr. καινόσχημον, neugestaltet, ungewöhnlich, Schol. Soph. Ai. 1398, Eust. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1295.png Seite 1295]] ον, od. καινόσχημος, nur im neutr. καινόσχημον, neugestaltet, ungewöhnlich, Schol. Soph. Ai. 1398, Eust. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''καινοσχήμων''': -ον, (κατὰ τὸν Θησ. Στεφ. καινόσχημος, ον), ὁ κατὰ νέον ἢ ἰδιάζοντα τρόπον σχηματισθείς, ἐν τῷ οὐδετέρῳ μόνον, καινόσχημόν ἐστι κατὰ σύνταξιν Εὐστ. 1479. 57· [[μάλιστα]] καινόσχημον τοῦτό γε Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 1398· - [[προσέτι]], καινοσχημάτιστος, ον, ὅτε δὲ εἴπῃ, [[εὐρύοπα]] Ζεύς, καινοσχημάτιστος [[ἐκείνη]] [[εὐθεῖα]] Εὐστ. 141. 32. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:50, 5 August 2017
English (LSJ)
ον, gen. ονος, = foreg., Id.1479.57, Sch.rec.S.Aj. 1398.
German (Pape)
[Seite 1295] ον, od. καινόσχημος, nur im neutr. καινόσχημον, neugestaltet, ungewöhnlich, Schol. Soph. Ai. 1398, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
καινοσχήμων: -ον, (κατὰ τὸν Θησ. Στεφ. καινόσχημος, ον), ὁ κατὰ νέον ἢ ἰδιάζοντα τρόπον σχηματισθείς, ἐν τῷ οὐδετέρῳ μόνον, καινόσχημόν ἐστι κατὰ σύνταξιν Εὐστ. 1479. 57· μάλιστα καινόσχημον τοῦτό γε Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 1398· - προσέτι, καινοσχημάτιστος, ον, ὅτε δὲ εἴπῃ, εὐρύοπα Ζεύς, καινοσχημάτιστος ἐκείνη εὐθεῖα Εὐστ. 141. 32.