εὐρύοπα

From LSJ

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρύοπᾰ Medium diacritics: εὐρύοπα Low diacritics: ευρύοπα Capitals: ΕΥΡΥΟΠΑ
Transliteration A: eurýopa Transliteration B: euryopa Transliteration C: evryopa Beta Code: eu)ru/opa

English (LSJ)

ὁ, Ep. epithet of Zeus, used as nom. in fifth foot, Od. 14.235, al., cf. Pi.Pae.6.134, 8.24; as voc. (only once in Hom.), εὐρύοπα Ζεῦ Il.16.241; εὐρύοπα Κρονίδης Orac. ap. Hdt.8.77, cf. h.Hom. 23.4; also as acc. (as if from nom. εὐρύοψ), εὐρύοπα Ζῆν Il.8.206, al.; εὗρεν δ' εὐρύοπα Κρονίδην 1.498, cf. 24.98; Ζῆνα… εὐρύοπα κρείοντα h.Hom.23.2; later, of a mortal, κῆρυξ εὐ. BMus.Inscr.902 (Halic., iii B.C.). [ᾰ by nature, freq. ᾱ by position.] (Derived by the Greeks from ὄπ-, ὄψομαι, wide-eyed (cf. ἥλιος εὐ. Orph.L.701) or from ὄπ- 'voice' (cf. ϝέπος, ὄψ (A), vox), far-sounding, i.e. thundering (cf. χορὸς εὐρύοπα κέλαδον φθεγγόμενος Lyr.Adesp.93, cf. Sch. Il.1.498): prob. cogn. with Skt. urūcī́ 'wide', epithet of Heaven-and-Earth, etc., fem. of uru-vyác- or *uru-ác-.)

German (Pape)

[Seite 1095] ὁ, Ζεύς, Hom. bes. als nom. im Versausgang εὐρύοπα Ζεύς, wie Orac. Her. 7, 141, 6; als voc. εὐρύοπα Ζεῦ Il. 16, 241; im Anfang des Verses εὐρύοπα Κρονίδης Or. Her. 8, 77, 8; Orph. lith. 88; als accus. (vgl. εὐρύοψ, als nom. b. E. M., s. aber Lob. par. p. 184), εὐρύοπα Ζῆν Il. 8, 206. 14, 265. 24, 331; Hes. Th. 884; εὐρύοπα Κρονίδην Il. 1, 498. 24, 98; vgl. H. h. 22, 2, – entweder der weitschauende (ὤψ, vgl. εὐρύωψ), oder von ὄψ, der weittönende, weitdonnernde (wenngleich sonst ὄψ nur von der artikulirten Stimme gebraucht wird), wie χορὸς εὐρύοπα κέλαδον φθεγγόμενος Pind. frg. 238. Bei Orph. Lith. 18, 60 heißt so auch Helios, also weitschauend. Schon die alten Erkl. schwankten, Apollon. Lez. Hom. ed. Bekk. p. 79, 19 εύρύοπα, ἐπίθετον Διός, ἤτοι τὸν μεγάλως ἐφορῶντα, ἢ τὸν μεγάλους ἤχους καὶ ψόφους ἀποτελοῦντα, ἢ τὸν μεγαλόφθαλμ ον. ἐπίθετον Διός. Über den Accent vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 259.

French (Bailly abrégé)

nom., voc. et acc. épq.
qui voit au loin.
Étymologie: εὐρύς, ὄψομαι.

Russian (Dvoretsky)

εὐρύοπᾰ:
I [ὤψ, ὄψομαι (nom. = voc. = acc.) далеко видящий (Ζεύς Hom., HH, Hes.; Κρονίδης Her.); по друг. = Εὐρύοπα II.
II ὁ [ὄψ] далеко гремящий, далеко слышный (κέλαδος Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐρύοπᾰ: Ἐπικ. ἀντὶ -όπης, ὁ (√ΟΠ, ὄψομαι) ὁ εἰς μακρὰν ἔκτασιν βλέπων, Ὁμηρ. ἐπίθ. τοῦ Διός, κατὰ τὸ πλεῖστον κατ’ ὀνομ. ἐν τέλει τοῦ στίχου, εὐρύοπα Ζεύς· ὡσαύτως ἐν τῇ κλητ., εὐρύοπα Ζεῦ Ἰλ. Π. 241· ἐν ἀρχῇ, εὐρύοπα Κρονίδης Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 8. 77, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. 22. 4: ἐν τῇ Ἰλ. ὑπάρχει καὶ αἰτ., ὡς ἐξ ὀνομαστ. εὐρύοψ, εὐρύοπα Ζῆν (ἐν τέλει στίχου) Θ. 206, Ξ. 265, Ω. 331· εὗρον δ’ εὐρύοπα Κρονίδην Β. 498, Ω. 98· Ζῆνα... εὐρύοπα, κρείοντα Ὁμ. Ὕμν. 22. 2. Ἡ ῥηθεῖσα σημασία εἶναι ἀναγκαία ἐν Ὀρφ. Λιθ. 88, ἔνθα ἀναφέρεται - εἰς τὸν ἥλιον, ἀλλ’ ὁ Πίνδ. (Ἀποσπ. 238, χορὸς εὐρύοπα κέλαδον φθεγγόμενος) ὑποθέτει τὴν λέξιν ὡς ἐκ τοῦ ὂψ (φωνὴ) εἰς μεγάλην ἔκτασιν ἠχῶν, πολλοί δὲ ὑποστηρίζουσι τὴν σημασίαν ταύτην καὶ παρ’ Ὁμ., ἴδε Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 498. ­­ᾰ, ὡς ἐν ταῖς λέξεσιν ἱππότα, νεφεληγερέτα, κλ., ἀλλὰ συνήθως α θέσει μακρόν.

English (Autenrieth)

nom., acc., and voc.: (if from ὄψ) wide (far) thundering; (if from ὤψ) wide (far) seeing, Il. 5.265, Il. 16.241, Il. 1.498.

English (Slater)

εὐρῠοπα far seeing εὐρύο[πα] Κρόνου παῖς (Pae. 6.134) ὦ παναπ[ εὐ]ρ[ύ]οπα Κρονίων” (vel βα]ρ[ύ]οπα, Maas) Πα. 8A. 15.

Greek Monolingual

εὐρύοπα, ὁ (Α)
1. αυτός που ηχεί σε μεγάλη έκτασηεὐρύοπα κέλαδον φθεγγόμενος»)
2. (επίθ. του Διός) αυτός που βλέπει μακριά, σε μεγάλη έκταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ευρύοπα απαντά ως προσωνυμία του τ. Ζην ή Κρονίδην στην αιτιατ., αλλά και στην ονομαστ. και κλητ. (ευρύοπα Ζευς, ευρύοπα Ζευ). Η λ. ερμηνεύθηκε διττά από τους αρχαίους σχολιαστές: «αυτός που ηχεί σε μεγάλη έκταση» ή «αυτός που βλέπει μακριά». Σύμφωνα με την πρώτη ερμηνεία, το β' συνθετικό του τ. είναι η αιτ. (F)όπα του οψ, οπός
«φωνή» και απαντά ως επίθ. τών κήρυξ και κέλαδος (πρβλ. Βαρυόπᾶς Ζευς). Κατά τη δεύτερη ερμηνεία, το β' συνθετικό της λέξεως συνδέεται με τα όψομαι, όπωπα του ορώ και χαρακτηρίζει τη λ. ήλιος. Πιθανότατα η αρχική σημ. της λέξεως ήταν «αυτός που ηχεί σε μεγάλη έκταση» και αποδόθηκε στον Δία, ο οποίος στέλνει τις βροντές και τους κεραυνούς. Αργότερα ίσως η λ. συνδέθηκε με τα όψομαι, όπωπα].

Greek Monotonic

εὐρύοπᾰ: Επικ. αντί -όπης, ὁ (ὄψομαι), αυτός που βλέπει μακριά, που βλέπει σε μακρινή απόσταση, λέγεται για τον Δία, εὐρύοπα Ζεύς, σε Όμηρ.· επίσης, στην κλητ., εὐρύοπα Ζεῦ, σε Ομήρ. Ιλ.· στην Ομήρ. Ιλ., υπάρχει επίσης μια αιτ. (όπως αν προερχόταν από ονομ. εὐρύοψ), εὐρύοπα Ζῆνα.

Middle Liddell

ὄψομαι
the far-seeing, of Zeus, εὐρύοπα Ζεύς Hom.; also in voc., εὐρύοπα Ζεῦ Il.;—in Il. there is also an acc. (as if from a nom. εὐρύοψ) εὐρύοπα Ζῆνα.

Frisk Etymology German

εὐρύοπα: {heurúopa}
Grammar: urspr. Akk.,
Meaning: Beiwort von Ζῆν (Κρονίδην), danach auch im Nom. und Vok. εὐρύοπα Ζεύς, Ζεῦ (ep. poet. seit Il.), später von κῆρυξ, κέλαδος, ἥλιος; wahrscheinlich Bahuvrihi von (ὄψ), ὄπα mit weitrechender Stimme, weitdonnernd; evtl. Zusammenbildung von ὄψομαι, ὄπωπα weitschauend.
Etymology: Zur Bildung Debrunner IF 45, 188ff., Leumann Hom. Wörter 24, Chantraine Gramm. hom. 1, 200; zur Bedeutung Bechtel Lex. s. v. mit Lit.
Page 1,592