κριθώδης: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
(b)
(6_7)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1509.png Seite 1509]] [[ἄρτος]], Gerstenbrot, Nonn.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1509.png Seite 1509]] [[ἄρτος]], Gerstenbrot, Nonn.
}}
{{ls
|lstext='''κρῑθώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς κριθήν, ἐκ κριθῆς, [[κριθώδης]] [[πτισάνη]], = ὅλη [[πτισάνη]], ἀντίθετ. τῷ [[χυλός]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 390, ἴδε [[πτισάνη]]· κρ. ἄρτος Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. Ϛϳ, 25.
}}
}}

Revision as of 10:51, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῑθώδης Medium diacritics: κριθώδης Low diacritics: κριθώδης Capitals: ΚΡΙΘΩΔΗΣ
Transliteration A: krithṓdēs Transliteration B: krithōdēs Transliteration C: krithodis Beta Code: kriqw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like barley, made of it, κριθώδεις πτισάναι, = ὅλη πτισάνη, opp. χυλός, Hp.Acut.40.

German (Pape)

[Seite 1509] ἄρτος, Gerstenbrot, Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

κρῑθώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κριθήν, ἐκ κριθῆς, κριθώδης πτισάνη, = ὅλη πτισάνη, ἀντίθετ. τῷ χυλός, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 390, ἴδε πτισάνη· κρ. ἄρτος Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. Ϛϳ, 25.