κριθώδης

From LSJ

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῑθώδης Medium diacritics: κριθώδης Low diacritics: κριθώδης Capitals: ΚΡΙΘΩΔΗΣ
Transliteration A: krithṓdēs Transliteration B: krithōdēs Transliteration C: krithodis Beta Code: kriqw/dhs

English (LSJ)

κριθῶδες, like barley, made of it, κριθώδεις πτισάναι, = ὅλη πτισάνη, opp. χυλός, Hp.Acut.40.

German (Pape)

[Seite 1509] ἄρτος, Gerstenbrot, Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

κρῑθώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κριθήν, ἐκ κριθῆς, κριθώδης πτισάνη, = ὅλη πτισάνη, ἀντίθετ. τῷ χυλός, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 390, ἴδε πτισάνη· κρ. ἄρτος Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. Ϛϳ, 25.

Greek Monolingual

κριθώδης, -ῶδες (Α) κριθή
αυτός που μοιάζει με κριθάρι ή αυτός που έχει παρασκευαστεί από κριθάρι, κριθαρένιος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κριθώδης -ες [κριθή] gerste-:. κ. πτισάνη gerstewater Hp.