ἀπαρηγόρητος: Difference between revisions

From LSJ

δασύποδα λαγὼν παραδραμεῖται χελώνη → the tortoise will outrun the hairy-footed hare

Source
(13_3)
(6_18)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0280.png Seite 280]] nicht zuzureden, untröstlich, Ios.; Plut., bei dem es oft auch unersättlich ist, πλεονεξίαι Mar. 2; [[ἔρως]] ἀρχῆς Ant. 6; Men. Stob. flor. 64, 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0280.png Seite 280]] nicht zuzureden, untröstlich, Ios.; Plut., bei dem es oft auch unersättlich ist, πλεονεξίαι Mar. 2; [[ἔρως]] ἀρχῆς Ant. 6; Men. Stob. flor. 64, 3.
}}
{{ls
|lstext='''ἀπαρηγόρητος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παρηγορήσῃ, Πλουτ. Δημοσθ. 22, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 7, 6, 1. ΙΙ. [[ἀκυβέρνητος]], [[ἀνυπότακτος]], [[μόνος]] ἔστ’ ἀπαρηγόρητον ἀνθρώποις [[ἔρως]] Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 196, [[ἀκατάσχετος]], Πλουτ. Μάριος 2, Ἀντών. 6: - Ἐπίρρ. -τως, ἀκάμπτως, Φίλων 2. 196, 42.
}}
}}

Revision as of 10:54, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαρηγόρητος Medium diacritics: ἀπαρηγόρητος Low diacritics: απαρηγόρητος Capitals: ΑΠΑΡΗΓΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: aparēgórētos Transliteration B: aparēgorētos Transliteration C: aparigoritos Beta Code: a)parhgo/rhtos

English (LSJ)

ον,

   A unconsoled, Plu.Dem.22; admitting of no consolation, συμφορά J.AJ7.6.1.    II not to be controlled, Men.798, Plu.Mar.2, Ant.6; inexorable, Hp.Decent.4. Adv. -τως inflexibly, Ph.2.196.

German (Pape)

[Seite 280] nicht zuzureden, untröstlich, Ios.; Plut., bei dem es oft auch unersättlich ist, πλεονεξίαι Mar. 2; ἔρως ἀρχῆς Ant. 6; Men. Stob. flor. 64, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαρηγόρητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παρηγορήσῃ, Πλουτ. Δημοσθ. 22, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 7, 6, 1. ΙΙ. ἀκυβέρνητος, ἀνυπότακτος, μόνος ἔστ’ ἀπαρηγόρητον ἀνθρώποις ἔρως Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 196, ἀκατάσχετος, Πλουτ. Μάριος 2, Ἀντών. 6: - Ἐπίρρ. -τως, ἀκάμπτως, Φίλων 2. 196, 42.