καταπότρα: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
(c1)
 
(6_11)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1372.png Seite 1372]] ἡ, der untere Theil des Schlundes, der Wagenmund, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1372.png Seite 1372]] ἡ, der untere Theil des Schlundes, der Wagenmund, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''καταπότρα''': ἡ, τὸ κατώτατον [[στρῶμα]] τοῦ οἰσοφάγου, τὸ [[ἄνοιγμα]] τοῦ στομάχου, Παῦλ. Αἰγ. 6. 32·― ἐν Ἱππιατρ. 61, [[καταπόθρα]]·― παρὰ Σουΐδ. [[ὡσαύτως]], [[καταπότης]], ου, ὁ.
}}
}}

Revision as of 10:57, 5 August 2017

German (Pape)

[Seite 1372] ἡ, der untere Theil des Schlundes, der Wagenmund, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καταπότρα: ἡ, τὸ κατώτατον στρῶμα τοῦ οἰσοφάγου, τὸ ἄνοιγμα τοῦ στομάχου, Παῦλ. Αἰγ. 6. 32·― ἐν Ἱππιατρ. 61, καταπόθρα·― παρὰ Σουΐδ. ὡσαύτως, καταπότης, ου, ὁ.