ἔγχυτος: Difference between revisions

From LSJ

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source
(13_3)
(6_17)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0714.png Seite 714]] eingegossen, einzugießen; Medic. τὰ ἔγχυτα, = ἐγχύματα; – ὁ [[ἔγχυτος]], sc. πλακοῦς, ein in eine Form gegossener Kuchen, com. bei Ath. XIV, 644 d 647 d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0714.png Seite 714]] eingegossen, einzugießen; Medic. τὰ ἔγχυτα, = ἐγχύματα; – ὁ [[ἔγχυτος]], sc. πλακοῦς, ein in eine Form gegossener Kuchen, com. bei Ath. XIV, 644 d 647 d.
}}
{{ls
|lstext='''ἔγχῠτος''': -ον, ὁ ἐντὸς χεόμενος, ἔγχυτον χηνὸς [[ἄλειφα]] ξὺν ἐλαίῳ Ἱππ. 603. 25, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 3. ΙΙ. [[ἔγχυτος]] (ἐνν. [[πλακοῦς]]), ὁ, [[πλακοῦς]] χυθεὶς εἰς σχῆμά τι, Λατ. enchytus, Ἱππῶν. ἐν Ἀποσπ. 21, Μέναδ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 1. 9, πρβλ. Ἀθήν. 644C, κἑξ. 2) ἔγχυτον, τό, = [[ἔγχυμα]], Ἱππῶναξ 28, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 10.
}}
}}

Revision as of 10:57, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔγχῠτος Medium diacritics: ἔγχυτος Low diacritics: έγχυτος Capitals: ΕΓΧΥΤΟΣ
Transliteration A: énchytos Transliteration B: enchytos Transliteration C: egchytos Beta Code: e)/gxutos

English (LSJ)

ον,

   A poured in, infused, Aret.CD2.3; ἔγχυτον, τό, injection, Hp.Mul.1.34, Apollon. ap. Gal.12.582.    II ἔγχυτος (sc. πλακοῦς), ὁ, cake cast into a shape, Hippon.37, Men.518.9, Euang.1.7:—also ἐγχῠτοῦς, ὁ, Gloss.    2 ἔγχυτον, τό, = ἔγχυμα, infusion, Aret.CA 2.10.

German (Pape)

[Seite 714] eingegossen, einzugießen; Medic. τὰ ἔγχυτα, = ἐγχύματα; – ὁ ἔγχυτος, sc. πλακοῦς, ein in eine Form gegossener Kuchen, com. bei Ath. XIV, 644 d 647 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἔγχῠτος: -ον, ὁ ἐντὸς χεόμενος, ἔγχυτον χηνὸς ἄλειφα ξὺν ἐλαίῳ Ἱππ. 603. 25, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 3. ΙΙ. ἔγχυτος (ἐνν. πλακοῦς), ὁ, πλακοῦς χυθεὶς εἰς σχῆμά τι, Λατ. enchytus, Ἱππῶν. ἐν Ἀποσπ. 21, Μέναδ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 1. 9, πρβλ. Ἀθήν. 644C, κἑξ. 2) ἔγχυτον, τό, = ἔγχυμα, Ἱππῶναξ 28, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 10.