ἔγχυμα
English (LSJ)
-ατος, τό,
A instillation, Gal.12.649.
II filling, content, of a vessel, Hp.Cord.8, Gal.11.260,7.524.
III = ἔγχυτος II, Hsch.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I 1contenido, capacidad del corazón en una comparación con un vaso, Hp.Cord.8 (cód.), de otras vísceras, en la teoría de la plétora κατὰ τὸ ἔγχυμα Gal.7.524, 11.260, 266, 15.112
•gener. (ἱκανὸς σταλαγμός) εἰς τὸ γνῶναι τὸ πᾶν ἔγχυμα (basta una gota) para conocer todo el contenido Plb.12.25a.1.
2 arq. volumen de una bóveda, Hero Stereom.2.37.
II lo instilado o inyectado, instilación en el aparato respiratorio ἐξιέναι ... τὸ ἔ. τὸ μὲν ἕωθεν ἐς ἑσπέρην evacuar por la tarde lo instilado en la mañana Hp.Morb.2.47b, cf. Apollon. en Gal.12.649, 865.
III cierto pastel relleno, o bien con un baño Hsch., cf. ἔγχουτος, ἔγχυτος.
German (Pape)
[Seite 714] τό, das Eingegossene, der Aufguß, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγχῠμα: τό, ἐπὶ φαρμάκων, τὸ ἐγχεόμενόν που, π.χ. εἰς τὰ ὦτα, τὴν ῥῖνα κτλ.: - ἐγχύματα = ἔγχυτα φάρμακα, Γαλην. Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐγχύματα· πλακούντων εἶδος».
Greek Monolingual
το (AM ἔγχυμα)
(για φάρμακο) αυτός που χύνεται μέσα σε κάποιο όργανο
αρχ.
(για δοχείο)
1. το χύσιμο υγρού σε δοχείο
2. είδος γλυκίσματος.