μονότονος: Difference between revisions
From LSJ
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
(13_1) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0205.png Seite 205]] eintönig, von einerlei Ton, übh. einförmig, Gramm. u. Rhett. – Auch adv. μονοτόνως, Longin. 34, 2. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0205.png Seite 205]] eintönig, von einerlei Ton, übh. einförmig, Gramm. u. Rhett. – Auch adv. μονοτόνως, Longin. 34, 2. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μονότονος''': -ον, ([[τόνος]] ΙΙ. 2) ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ἑνὸς καὶ τοῦ [[αὐτοῦ]] μουσικοῦ τόνου, [[ὁμοιόμορφος]], [[μονότονος]]. - Ἐπίρρ. -νως, Λογγῖν. 34. 2. ΙΙ. μεταφορ., [[ἰσχυρογνώμων]], Γλωσσ.· [[ἐντεῦθεν]], [[μονοτονέω]], ἴδε τὴν λέξιν. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:58, 5 August 2017
English (LSJ)
ον, (
A τόνος 11.2) of one tone in music, uniform, monotonous. Adv. -νως Longin.34.2. II metaph., obstinate, Ptol.Tetr.163; steady, Heph.Astr.1.1; expld. by μόνος ὤν, ὑπάρχων, μονομάχος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 205] eintönig, von einerlei Ton, übh. einförmig, Gramm. u. Rhett. – Auch adv. μονοτόνως, Longin. 34, 2.
Greek (Liddell-Scott)
μονότονος: -ον, (τόνος ΙΙ. 2) ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ μουσικοῦ τόνου, ὁμοιόμορφος, μονότονος. - Ἐπίρρ. -νως, Λογγῖν. 34. 2. ΙΙ. μεταφορ., ἰσχυρογνώμων, Γλωσσ.· ἐντεῦθεν, μονοτονέω, ἴδε τὴν λέξιν.