ἐναραρίσκω: Difference between revisions
From LSJ
(13_2) |
(6_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0829.png Seite 829]] einfügen; ἐνῆρσεν Suid.; εὖ ἐναρηρός Od. 5, 236, wohl eingefügt; Arat. 453 πάντα οὐρανῷ εὖ ἐνάρηρεν, in tmesi Od. 21, 45 ἐν δὲ σταθμοὺς ἄρσε. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0829.png Seite 829]] einfügen; ἐνῆρσεν Suid.; εὖ ἐναρηρός Od. 5, 236, wohl eingefügt; Arat. 453 πάντα οὐρανῷ εὖ ἐνάρηρεν, in tmesi Od. 21, 45 ἐν δὲ σταθμοὺς ἄρσε. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐναραρίσκω''': ἀόρ. α΄ ἐνῆρσα˙ [[προσαρμόζω]] ἢ στερεώνω [[ἐντός]], ἐν δὲ σταθμοὺς ἄρσε Ὀδ. Φ. 45. ΙΙ. πρκμ. β΄ ἐνάρηρα, ἀμεταβ., εἶμαι ἐνηρμοσμένος, εὖ ἐναρηρὸς Ὀδ. Ε. 236· γ΄ ἑνικ., Ἄρατ. 453. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:59, 5 August 2017
English (LSJ)
aor. 1 ἐνῆρσα,
A fit or fasten in, ἐν δὲ σταθμοὺς ἄρσε Od. 21.45. II pf. ἐνάρηρα, intr., to be fitted in, εὖ ἐναρηρός 5.236; οὐρανῷ εὖ ἐνάρηρεν ἀλάλματα Arat.453.
German (Pape)
[Seite 829] einfügen; ἐνῆρσεν Suid.; εὖ ἐναρηρός Od. 5, 236, wohl eingefügt; Arat. 453 πάντα οὐρανῷ εὖ ἐνάρηρεν, in tmesi Od. 21, 45 ἐν δὲ σταθμοὺς ἄρσε.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναραρίσκω: ἀόρ. α΄ ἐνῆρσα˙ προσαρμόζω ἢ στερεώνω ἐντός, ἐν δὲ σταθμοὺς ἄρσε Ὀδ. Φ. 45. ΙΙ. πρκμ. β΄ ἐνάρηρα, ἀμεταβ., εἶμαι ἐνηρμοσμένος, εὖ ἐναρηρὸς Ὀδ. Ε. 236· γ΄ ἑνικ., Ἄρατ. 453.