καταγορευτικός: Difference between revisions
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
(13_2) |
(6_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1343.png Seite 1343]] ή, όν, bestimmt aussprechend, mit Hindeutung auf einen bestimmten Gegenstand, von [[κατηγορικός]] unterschieden, D. L. 7, 70. 190. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1343.png Seite 1343]] ή, όν, bestimmt aussprechend, mit Hindeutung auf einen bestimmten Gegenstand, von [[κατηγορικός]] unterschieden, D. L. 7, 70. 190. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''καταγορευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀποφαινόμενος [[ὡρισμένως]] [[περί]] τινος πράγματος, [[ὁριστικός]], Διογ. Λ. 7. 70· περὶ τῶν καταγορευτικῶν, σύγγραμμά τι τοῦ Χρυσίππου, [[αὐτόθι]] 190. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:00, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A declaratory, definitive, D.L.7.70; περὶ τῶν κ., title of work by Chrysippus, ib.190.
German (Pape)
[Seite 1343] ή, όν, bestimmt aussprechend, mit Hindeutung auf einen bestimmten Gegenstand, von κατηγορικός unterschieden, D. L. 7, 70. 190.
Greek (Liddell-Scott)
καταγορευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀποφαινόμενος ὡρισμένως περί τινος πράγματος, ὁριστικός, Διογ. Λ. 7. 70· περὶ τῶν καταγορευτικῶν, σύγγραμμά τι τοῦ Χρυσίππου, αὐτόθι 190.