καλυβοποιέομαι: Difference between revisions
From LSJ
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
(b) |
(6_14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1314.png Seite 1314]] sich eine Hütte machen, Strab. IV, 200. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1314.png Seite 1314]] sich eine Hütte machen, Strab. IV, 200. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κᾰλῠβοποιέομαι''': Μέσ., [[κατασκευάζω]] δι’ ἐμαυτὸν καλύβην, περιφράξαντες γὰρ δένδρεσι καταβεβλημένοις εὐρυχωρῇ κύκλον καὶ αὐτοὶ (δηλ. οἱ Βρεττανοὶ) [[ἐνταῦθα]] καλυβοποιοῦνται καὶ τὰ βοσκήματα κατασταθμεύουσιν Στράβ. 200. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:01, 5 August 2017
English (LSJ)
Med.,
A make oneself a cabin, Str.4.5.2.
German (Pape)
[Seite 1314] sich eine Hütte machen, Strab. IV, 200.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰλῠβοποιέομαι: Μέσ., κατασκευάζω δι’ ἐμαυτὸν καλύβην, περιφράξαντες γὰρ δένδρεσι καταβεβλημένοις εὐρυχωρῇ κύκλον καὶ αὐτοὶ (δηλ. οἱ Βρεττανοὶ) ἐνταῦθα καλυβοποιοῦνται καὶ τὰ βοσκήματα κατασταθμεύουσιν Στράβ. 200.