ἦχος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
(13_4)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1180.png Seite 1180]] ὁ, = ἠχή, nach Moeris die hellenistische Form; πηγῆς Mosch. 5, 12; Luc. τῆς φωνῆς ὁ [[ἦχος]] ἐν ταῖς ἀκοαῖς παραμένει Nigr. 7; Plut. öfter u. a. Sp. – Bei Hippocr. das Klingen der Ohren; im plur. ἦχοι Dem. Phal. 73.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1180.png Seite 1180]] ὁ, = ἠχή, nach Moeris die hellenistische Form; πηγῆς Mosch. 5, 12; Luc. τῆς φωνῆς ὁ [[ἦχος]] ἐν ταῖς ἀκοαῖς παραμένει Nigr. 7; Plut. öfter u. a. Sp. – Bei Hippocr. das Klingen der Ohren; im plur. ἦχοι Dem. Phal. 73.
}}
{{ls
|lstext='''ἦχος''': ὁ, μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ ἠχή, Ἀριστ. Ἀκουστ. 67 κ. ἀλλ., Θεόκρ. 27. 56· παγᾶς Μόσχ. 5. 12· αὐλοῦ [[αὐτόθι]] 2. 98· τῆς φωνῆς ὁ [[ἦχος]] ἐν ταῖς ἀκοαῖς παραμένει Λουκ. Νιγρ. 7· διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ φωνὴ ὑπὸ Πλουτ. 2. 903Α· - [[ἦχος]] ἐν ὠσί, ἢ ἀπολ. ἦχοι, [[ἦχος]], ὁ ἐν τοῖς ὠσὶν [[ἦχος]], Ἱππ. Κωακ. 149, Προγν. 68. 2) ἠχώ, Ἀριστ. Προβλ. 11. 8· [[πέντε]] ἤχους ἀπεργάζεσθαι Πλούτ. 2. 903Α.
}}
}}

Revision as of 11:02, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἦχος Medium diacritics: ἦχος Low diacritics: ήχος Capitals: ΗΧΟΣ
Transliteration A: ē̂chos Transliteration B: ēchos Transliteration C: ichos Beta Code: h)=xos

English (LSJ)

ὁ, later form of ἠχή, Arist.Aud.804a30, Theoc.27.57, Ep.Hebr.12.19, Ael.Tact.35.3, etc.; τεττίγων λιγὺν ἦ. Call.Aet.Oxy. 2079.29 (ἧχον Pap.);

   A παγᾶς Mosch.Fr.1.12; αὐλοῦ Id.2.98; οἱ τῶν πριόνων ἦχοι A.D.Synt.290.24; of the sound of words, opp. sense, Phld.Rh.2.258S.; ἦχοι καὶ ψόφοι ib.1.150S.; τῆς φωνῆς ὁ ἦ. ἐν ταῖς ἀκοαῖς παραμένει Luc.Nigr.7; γραμμάτων Demetr.Eloc.71; ἦ. ἐν ὠσί, or abs., ἦχοι, ἦχος, ringing in the ears, Hp.Coac.189, 190, Prorrh.1.18, Thphr.Sens.19; ἦχοι ὤτων Aret.SA1.5.    2 echo, Arist.Pr.899b30.    3 Gramm., breathing, ἦχοι ὁ μὲν δασύς, ὁ δὲ ψιλός Demetr. Eloc.73.    4 voice, τὸν ἦ. εὔτονον καὶ λαμπρὸν ἀποτελεῖ Dsc.5.17. (ἦχος, τό, is found in LXXJe.28(51).16, dub. in Ev.Luc.21.25.)

German (Pape)

[Seite 1180] ὁ, = ἠχή, nach Moeris die hellenistische Form; πηγῆς Mosch. 5, 12; Luc. τῆς φωνῆς ὁ ἦχος ἐν ταῖς ἀκοαῖς παραμένει Nigr. 7; Plut. öfter u. a. Sp. – Bei Hippocr. das Klingen der Ohren; im plur. ἦχοι Dem. Phal. 73.

Greek (Liddell-Scott)

ἦχος: ὁ, μεταγεν. τύπος τοῦ ἠχή, Ἀριστ. Ἀκουστ. 67 κ. ἀλλ., Θεόκρ. 27. 56· παγᾶς Μόσχ. 5. 12· αὐλοῦ αὐτόθι 2. 98· τῆς φωνῆς ὁ ἦχος ἐν ταῖς ἀκοαῖς παραμένει Λουκ. Νιγρ. 7· διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ φωνὴ ὑπὸ Πλουτ. 2. 903Α· - ἦχος ἐν ὠσί, ἢ ἀπολ. ἦχοι, ἦχος, ὁ ἐν τοῖς ὠσὶν ἦχος, Ἱππ. Κωακ. 149, Προγν. 68. 2) ἠχώ, Ἀριστ. Προβλ. 11. 8· πέντε ἤχους ἀπεργάζεσθαι Πλούτ. 2. 903Α.