μάννα: Difference between revisions

From LSJ

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Philostratus, Life of Apollonius of Tyana, VIII, 7
(13_3)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0092.png Seite 92]] ἡ, der Brocken, das Krümchen, Sp., bes. λιβανωτοῦ, mica thuris, Diosc.; vgl. B. A. 108; – τὸ [[μάννα]], das Manna der Israeliten, LXX., N. T.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0092.png Seite 92]] ἡ, der Brocken, das Krümchen, Sp., bes. λιβανωτοῦ, mica thuris, Diosc.; vgl. B. A. 108; – τὸ [[μάννα]], das Manna der Israeliten, LXX., N. T.
}}
{{ls
|lstext='''μάννᾰ''': ἡ, μικρὸν [[τεμάχιον]], [[κόκκος]], [[μάννα]] λιβανωτοῦ, Λατ. mica thuris, (Πλίν.), Διοσκ. 1. 83· - [[μάννα]] [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει ὡς = τῷ [[μάννα]] λιβανωτοῦ, τὸ [[κόμμι]] τοῦ δένδρου, [[λίβανος]] Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802, πρβλ. 1014F· - τὸ [[ὄνομα]] [[μάννα]] δίδεται [[σήμερον]] εἰς τὸ [[κόμμι]] πολλῶν τῆς Ἀνατολῆς θάμνων, [[μάλιστα]] δὲ τῆς μυρίκης, ἴδε Dict. of. Bible, καὶ πρβλ. [[μέλι]] ΙΙ, [[ἐλαιόμελι]]. 2) ἡ ἐν τῇ ἐρήμῳ [[θεόπεμπτος]] τροφὴ τῶν Ἑβραίων, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 13, - [[ὡσαύτως]] τὸ [[μάννα]] ἀκλίτως, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΑ΄, 7, Σοφ. Σολ. Ιϛʹ, 21), Βασίλ. IV, 700C, κλ. (Περὶ τῆς Ἑβραϊκῆς ἐτυμολ., mam-hû, man, ἴδε Ἔξοδ. ιϛʹ 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 1, 6).
}}
}}

Revision as of 11:03, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάννᾰ Medium diacritics: μάννα Low diacritics: μάννα Capitals: ΜΑΝΝΑ
Transliteration A: mánna Transliteration B: manna Transliteration C: manna Beta Code: ma/nna

English (LSJ)

, μάννα λιβάνου frankincense

   A powder or granules, Dsc.1.68.6; but μ. λιβανωτοῦ gum of λίβανος, Aen.Tact.35; μ. alone, of the powder, Hp.Art.36, Epid.2.2.18, Antyll. ap. Orib.7.21.8, Gal.12.722; = λιβάνου τὸ λεπτόν, AB108.    II μάννα, τό, = Hebr. mān, manna, LXX Ex.16.35 (v.l. μάν), Nu.11.6, al., cf. J.AJ3.1.6.

German (Pape)

[Seite 92] ἡ, der Brocken, das Krümchen, Sp., bes. λιβανωτοῦ, mica thuris, Diosc.; vgl. B. A. 108; – τὸ μάννα, das Manna der Israeliten, LXX., N. T.

Greek (Liddell-Scott)

μάννᾰ: ἡ, μικρὸν τεμάχιον, κόκκος, μάννα λιβανωτοῦ, Λατ. mica thuris, (Πλίν.), Διοσκ. 1. 83· - μάννα ὡσαύτως ἐν χρήσει ὡς = τῷ μάννα λιβανωτοῦ, τὸ κόμμι τοῦ δένδρου, λίβανος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802, πρβλ. 1014F· - τὸ ὄνομα μάννα δίδεται σήμερον εἰς τὸ κόμμι πολλῶν τῆς Ἀνατολῆς θάμνων, μάλιστα δὲ τῆς μυρίκης, ἴδε Dict. of. Bible, καὶ πρβλ. μέλι ΙΙ, ἐλαιόμελι. 2) ἡ ἐν τῇ ἐρήμῳ θεόπεμπτος τροφὴ τῶν Ἑβραίων, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 13, - ὡσαύτως τὸ μάννα ἀκλίτως, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΑ΄, 7, Σοφ. Σολ. Ιϛʹ, 21), Βασίλ. IV, 700C, κλ. (Περὶ τῆς Ἑβραϊκῆς ἐτυμολ., mam-hû, man, ἴδε Ἔξοδ. ιϛʹ 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 1, 6).