μελαμβαθής: Difference between revisions

From LSJ

Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.

Source
(13_3)
(6_7)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0118.png Seite 118]] ές, mit schwarzer Tiefe, tief und schwarz; Ταρτάρου μελαμβαθὴς [[κευθμών]], Aesch. Prom. 219; Soph. frg. 469; σῆκον ἐς μελαμβαθῆ δράκοντος, Eur. Phoen. 1017; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 516.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0118.png Seite 118]] ές, mit schwarzer Tiefe, tief und schwarz; Ταρτάρου μελαμβαθὴς [[κευθμών]], Aesch. Prom. 219; Soph. frg. 469; σῆκον ἐς μελαμβαθῆ δράκοντος, Eur. Phoen. 1017; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 516.
}}
{{ls
|lstext='''μελαμβᾰθής''': -ές, ὁ ἔχων [[μέλαν]] [[βάθος]], ὁ ἐκ τοῦ πολλοῦ βάθους φαινόμενος σκοτεινότατος, Ταρτάρου κευθμὼν Αἰσχύλ. Πρ. 219˙ ἀκταὶ Ἀχέροντος Σοφ. Ἀποσπ. 469˙ σηκὸς δράκοντος Εὐρ. Φοίν. 1010, κτλ.˙ [[συχν]]. ἀπαντᾷ ὡς διάφ. γραφ. τοῦ μελαμβᾰφής, ές, βεβαμμένος [[μέλας]], [[ὅπερ]] ἀπαντᾷ ἐν Βακχυλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. [[εἴδωλον]], [[Πολυδ]]. Ζ΄, 129, κτλ.
}}
}}

Revision as of 11:05, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαμβᾰθής Medium diacritics: μελαμβαθής Low diacritics: μελαμβαθής Capitals: ΜΕΛΑΜΒΑΘΗΣ
Transliteration A: melambathḗs Transliteration B: melambathēs Transliteration C: melamvathis Beta Code: melambaqh/s

English (LSJ)

ές,

   A darkly deep, Ταρτάρου κευθμών A.Pr.221; ἀκταὶ Ἀχέροντος S.Fr.523 (v.l. -βαφεῖς) ; σηκὸς δράκοντος E.Ph.1010 (v.l. -βαφής) ; εἴδωλον v.l. in B.Fr.25; cf. μελαγκευθής.

German (Pape)

[Seite 118] ές, mit schwarzer Tiefe, tief und schwarz; Ταρτάρου μελαμβαθὴς κευθμών, Aesch. Prom. 219; Soph. frg. 469; σῆκον ἐς μελαμβαθῆ δράκοντος, Eur. Phoen. 1017; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 516.

Greek (Liddell-Scott)

μελαμβᾰθής: -ές, ὁ ἔχων μέλαν βάθος, ὁ ἐκ τοῦ πολλοῦ βάθους φαινόμενος σκοτεινότατος, Ταρτάρου κευθμὼν Αἰσχύλ. Πρ. 219˙ ἀκταὶ Ἀχέροντος Σοφ. Ἀποσπ. 469˙ σηκὸς δράκοντος Εὐρ. Φοίν. 1010, κτλ.˙ συχν. ἀπαντᾷ ὡς διάφ. γραφ. τοῦ μελαμβᾰφής, ές, βεβαμμένος μέλας, ὅπερ ἀπαντᾷ ἐν Βακχυλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. εἴδωλον, Πολυδ. Ζ΄, 129, κτλ.