περιδέραιος: Difference between revisions

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
(13_1)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0572.png Seite 572]] um den Hals gehend; [[στέφανος]], Plut. Symp. 3, 1; auch περιδέῤῥαιος geschrieben, Conjug. praec. 427.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0572.png Seite 572]] um den Hals gehend; [[στέφανος]], Plut. Symp. 3, 1; auch περιδέῤῥαιος geschrieben, Conjug. praec. 427.
}}
{{ls
|lstext='''περιδέραιος''': -ον, ([[δέρη]]) ὁ περὶ τὴν δέρην, [[ἤτοι]] τὸν τράχηλον φορούμενος, ὁ π. [[κόσμος]] Πλουτ. Γάλβ. 17· [[στέφανος]] ὁ αὐτ. 2. 647Ε, πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Ἀχιλλέα Τάτ. σ. 519. ΙΙ. περιδέραιον, τό, [[κόσμημα]] περὶ τὸν τράχηλον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 5, Ἀριστ. Ποιητ. 16, 3, Πλουτ. Σερτ. 14, Λουκ. Ἁλιεὺς 12, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «περιδέραια· περιτραχήλια, ἢ ἐνώτια».
}}
}}

Revision as of 11:11, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιδέραιος Medium diacritics: περιδέραιος Low diacritics: περιδέραιος Capitals: ΠΕΡΙΔΕΡΑΙΟΣ
Transliteration A: peridéraios Transliteration B: perideraios Transliteration C: perideraios Beta Code: peride/raios

English (LSJ)

ον, (δέρη)

   A passed round the neck, ὁ π. κόσμος Plu.Galb. 17; οἱ π. τῶν στεφάνων Id.2.647f.    II Subst. περιδέραιον, τό, necklace, Ar.Fr.320.5, Com.Adesp.146, Arist.Po.1454b24, Plu.Sert.14, Luc.Pisc.12, etc.    2 collar of a pillory, Id.Lex.10.

German (Pape)

[Seite 572] um den Hals gehend; στέφανος, Plut. Symp. 3, 1; auch περιδέῤῥαιος geschrieben, Conjug. praec. 427.

Greek (Liddell-Scott)

περιδέραιος: -ον, (δέρη) ὁ περὶ τὴν δέρην, ἤτοι τὸν τράχηλον φορούμενος, ὁ π. κόσμος Πλουτ. Γάλβ. 17· στέφανος ὁ αὐτ. 2. 647Ε, πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Ἀχιλλέα Τάτ. σ. 519. ΙΙ. περιδέραιον, τό, κόσμημα περὶ τὸν τράχηλον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 5, Ἀριστ. Ποιητ. 16, 3, Πλουτ. Σερτ. 14, Λουκ. Ἁλιεὺς 12, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «περιδέραια· περιτραχήλια, ἢ ἐνώτια».