παχυμερής: Difference between revisions

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
(13_2)
(6_7)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0539.png Seite 539]] ές, aus dicken od. groben Theilen bestehend, Tim. Locr. 100 e u. Sp., wie Plut. Quaest. nat. 5. – Adv., Strab. I p. 66.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0539.png Seite 539]] ές, aus dicken od. groben Theilen bestehend, Tim. Locr. 100 e u. Sp., wie Plut. Quaest. nat. 5. – Adv., Strab. I p. 66.
}}
{{ls
|lstext='''πᾰχῠμερής''': -ές, ὁ ἐκ τῶν παχέων ἢ ἁδρῶν μερῶν συνιστάμενος, Τίμ. Λοκρ. 100Ε, Ἀριστ. Προβλ. 3. 14· τὸ παχυμερές, τὸ πυκνὸν [[μέρος]], Διογ. Λ. 7. 142· τὸ παχυμερέστερον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λεπτομερέστερον, Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 5, 8. ΙΙ. μεταφορ. ἐν τῷ ἐπίρρ. = τῷ παχυλῶς, παχυμερῶς εἰρῆσθαι Στράβ. 66· πρβλ. παχὺς Ι. 2, [[παχυλός]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παχυμερῶς· ἁδρῶς, [[παχέως]]».
}}
}}

Revision as of 11:11, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰχῠμερής Medium diacritics: παχυμερής Low diacritics: παχυμερής Capitals: ΠΑΧΥΜΕΡΗΣ
Transliteration A: pachymerḗs Transliteration B: pachymerēs Transliteration C: pachymeris Beta Code: paxumerh/s

English (LSJ)

ές,

   A consisting of thick or coarse parts, Ti.Locr.100e (Comp.), Arist.Pr.873a6 ; ἀήρ Corn.ND5 (Sup.); τὸ παχυμερές the dense part, Epicur.Ep.2p.51U. ; τὸ -έστερον, opp. τὸ λεπτομερέστερον, Arist.Cael.304a31 ; τὸ -έστατον Placit.1.3.11.    II metaph. in Adv., loosely, broadly, roughly, εἴρηται παχυμερῶς Str.1.4.7, cf. 8 (Comp.), Ach. Tat.Intr.Arat. 18 ; cursorily, ἐξετάζειν Just.Nov. 53.4.1.

German (Pape)

[Seite 539] ές, aus dicken od. groben Theilen bestehend, Tim. Locr. 100 e u. Sp., wie Plut. Quaest. nat. 5. – Adv., Strab. I p. 66.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰχῠμερής: -ές, ὁ ἐκ τῶν παχέων ἢ ἁδρῶν μερῶν συνιστάμενος, Τίμ. Λοκρ. 100Ε, Ἀριστ. Προβλ. 3. 14· τὸ παχυμερές, τὸ πυκνὸν μέρος, Διογ. Λ. 7. 142· τὸ παχυμερέστερον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λεπτομερέστερον, Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 5, 8. ΙΙ. μεταφορ. ἐν τῷ ἐπίρρ. = τῷ παχυλῶς, παχυμερῶς εἰρῆσθαι Στράβ. 66· πρβλ. παχὺς Ι. 2, παχυλός. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παχυμερῶς· ἁδρῶς, παχέως».