σκάνδαλον: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(13_3) |
(6_21) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0889.png Seite 889]] τό, spätere Form für [[σκανδάληθρον]], 1) bes. ein dem Feinde gelegter Fallstrick, vgl. Schol. Il. 2, 67. – 2) Anstoß, Aergerniß, Skandal, N. T. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0889.png Seite 889]] τό, spätere Form für [[σκανδάληθρον]], 1) bes. ein dem Feinde gelegter Fallstrick, vgl. Schol. Il. 2, 67. – 2) Anstoß, Aergerniß, Skandal, N. T. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σκάνδᾰλον''': τό, (ἴδε [[σκανδάληθρον]]), παγὶς ἢ [[βρόχος]] στηθεὶς ὑπὸ ἐχθροῦ, Εβδ. (Ἰησ. ΚΓ΄, 13, Α΄, Βασ. ΙΗ΄, 21), πρβλ. Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ια΄, 7, Α΄, Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 7· - μεταφορ., [[πειρασμός]], [[πρόσκομμα]], Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιη΄, 7, κ. Λουκ. ιζ΄, 1, κτλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:11, 5 August 2017
German (Pape)
[Seite 889] τό, spätere Form für σκανδάληθρον, 1) bes. ein dem Feinde gelegter Fallstrick, vgl. Schol. Il. 2, 67. – 2) Anstoß, Aergerniß, Skandal, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
σκάνδᾰλον: τό, (ἴδε σκανδάληθρον), παγὶς ἢ βρόχος στηθεὶς ὑπὸ ἐχθροῦ, Εβδ. (Ἰησ. ΚΓ΄, 13, Α΄, Βασ. ΙΗ΄, 21), πρβλ. Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ια΄, 7, Α΄, Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 7· - μεταφορ., πειρασμός, πρόσκομμα, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιη΄, 7, κ. Λουκ. ιζ΄, 1, κτλ.