ἀναφάλαντος: Difference between revisions
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(b) |
(6_18) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0213.png Seite 213]] mit kahlem Vorderkopfe, Sp.; LXX. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0213.png Seite 213]] mit kahlem Vorderkopfe, Sp.; LXX. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀναφάλαντος''': -ον, ὁ, ἔχων ἄτριχον τὸ [[ὑπεράνω]] τοῦ μετώπου [[μέρος]] τῆς κεφαλῆς, «ἐὰν δὲ κατὰ [[πρόσωπον]] μαδήσῃ ἡ κεφαλὴ [[αὐτοῦ]], ἀναφάλαντός ἐστιν» Ἑβδ. (Λευϊτ. ιγ΄, 41). - ἀναφάλας, ὁ, Μαλαλ.: ἴδε Δουκάγγ. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:12, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A forehead-bald, LXX Le.13.41, freq. in Pap., PPar.5.1.5 (ii B.C.), etc.:—ἀναφαλάντ-ανθος, PPetr.1p.54 (iii B.C.), etc.
German (Pape)
[Seite 213] mit kahlem Vorderkopfe, Sp.; LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφάλαντος: -ον, ὁ, ἔχων ἄτριχον τὸ ὑπεράνω τοῦ μετώπου μέρος τῆς κεφαλῆς, «ἐὰν δὲ κατὰ πρόσωπον μαδήσῃ ἡ κεφαλὴ αὐτοῦ, ἀναφάλαντός ἐστιν» Ἑβδ. (Λευϊτ. ιγ΄, 41). - ἀναφάλας, ὁ, Μαλαλ.: ἴδε Δουκάγγ.