ψυκτικός: Difference between revisions
From LSJ
(c2) |
(6_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1402.png Seite 1402]] = Vorigem, kühlend, abkühlend, [[δύναμις]], Ggstz der θερμαντική, Plut. adv. Col. 6. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1402.png Seite 1402]] = Vorigem, kühlend, abkühlend, [[δύναμις]], Ggstz der θερμαντική, Plut. adv. Col. 6. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ψυκτικός''': -ή, -όν, ([[ψύχω]]) = [[ψυκτήριος]], ὁ ἐπιφέρων ψῦξιν, παράγων [[ψῦχος]], τὰ ψυκτικὰ, δροσιστικά, ἀναψυκτικά, Ἱππ. Ἀφορ. 1259, Πλούτ., κλπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:13, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A = ψυκτήριος, cooling, τὰ ψ. refrigerants, Hp.Aph.7.37; ψ. δύναμις, opp. θερμαντική, Epicur.Fr.60; ψ. φασὶν εἶναι τὸν οἶνον ib.59, cf. Plu. 2.652f, 691b (Sup.), etc. II bringing difficulty (cf. ψῦξις 111), embarrassing, ὁ χρόνος ἔσται -κὸς εἰς πάντα Heph.Astr.2.29.
German (Pape)
[Seite 1402] = Vorigem, kühlend, abkühlend, δύναμις, Ggstz der θερμαντική, Plut. adv. Col. 6.
Greek (Liddell-Scott)
ψυκτικός: -ή, -όν, (ψύχω) = ψυκτήριος, ὁ ἐπιφέρων ψῦξιν, παράγων ψῦχος, τὰ ψυκτικὰ, δροσιστικά, ἀναψυκτικά, Ἱππ. Ἀφορ. 1259, Πλούτ., κλπ.