ἀναπειράομαι: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(13_5) |
(6_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0201.png Seite 201]] sich (wieder, wiederholt) versuchen, bes. von kriegerischen Uebungen, exerciren, Her. 4, 12; von der Flotte, τὸ ναυτικὸν ἐπλήρουν καὶ ἀνεπειρῶντο Thuc. 7, 7; σκάφεσιν ἅπασι Pol. 26, 7; ναυσί D. Sic. 13, 8: ναῦν ἀναπειρωμένην ἑωρᾶτε Dem. 51, 5. 6, ein Schiff zum Versuche ins Meer lassen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0201.png Seite 201]] sich (wieder, wiederholt) versuchen, bes. von kriegerischen Uebungen, exerciren, Her. 4, 12; von der Flotte, τὸ ναυτικὸν ἐπλήρουν καὶ ἀνεπειρῶντο Thuc. 7, 7; σκάφεσιν ἅπασι Pol. 26, 7; ναυσί D. Sic. 13, 8: ναῦν ἀναπειρωμένην ἑωρᾶτε Dem. 51, 5. 6, ein Schiff zum Versuche ins Meer lassen. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀναπειράομαι''': ἀποθ., (ἴδε [[πειράω]]): [[δοκιμάζω]] ἢ ἐπιχειρῶ ἐκ νέου, ἐν γένει ποιῶ δοκιμήν, ἀπόπειραν, Πολύβ. 26. 7, 9· ἀναπειρᾶσθαι ναῦν, [[κάμνω]] δοκιμὴν νέου πλοίου, τὸ [[ἐξετάζω]], [[δοκιμάζω]] αὐτό, Δημ. 1229. 19. ΙΙ. ὡς στρατιωτικὸς καὶ ναυτικὸς ὅρος, [[ἐπαναλαμβάνω]] ἢ ἐξακολουθῶ τὰς ἀσκήσεις τὰς ὁποίας ἤρχισα, Ἡρόδ. 6.12, [[ἁπλῶς]], ἐξασκοῦμαι, Θουκ. 7.7., 12. 51. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:14, 5 August 2017
English (LSJ)
A try or attempt again: generally, make a trial, essay, τοῖς σκάφεσι Plb.25.4.9; ἀναπειρᾶσθαι ναῦν make trial of a new ship, prove her, D.51.5; also of the ship herself, πάντες ἑωρᾶθ' ὑμεῖς ἀναπειρωμένην τὴν ναῦν ibid.; esp. as a naval term, manœuvre, exercise, Hdt.6.12, Th.7.7,12,51.
German (Pape)
[Seite 201] sich (wieder, wiederholt) versuchen, bes. von kriegerischen Uebungen, exerciren, Her. 4, 12; von der Flotte, τὸ ναυτικὸν ἐπλήρουν καὶ ἀνεπειρῶντο Thuc. 7, 7; σκάφεσιν ἅπασι Pol. 26, 7; ναυσί D. Sic. 13, 8: ναῦν ἀναπειρωμένην ἑωρᾶτε Dem. 51, 5. 6, ein Schiff zum Versuche ins Meer lassen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπειράομαι: ἀποθ., (ἴδε πειράω): δοκιμάζω ἢ ἐπιχειρῶ ἐκ νέου, ἐν γένει ποιῶ δοκιμήν, ἀπόπειραν, Πολύβ. 26. 7, 9· ἀναπειρᾶσθαι ναῦν, κάμνω δοκιμὴν νέου πλοίου, τὸ ἐξετάζω, δοκιμάζω αὐτό, Δημ. 1229. 19. ΙΙ. ὡς στρατιωτικὸς καὶ ναυτικὸς ὅρος, ἐπαναλαμβάνω ἢ ἐξακολουθῶ τὰς ἀσκήσεις τὰς ὁποίας ἤρχισα, Ἡρόδ. 6.12, ἁπλῶς, ἐξασκοῦμαι, Θουκ. 7.7., 12. 51.