στυλίτης: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
(c1) |
(6_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0958.png Seite 958]] ὁ, tem. στυλῖτις, ιδος, zu einer Säule gehörig, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0958.png Seite 958]] ὁ, tem. στυλῖτις, ιδος, zu einer Säule gehörig, Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''στῡλίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἱστάμενος ἢ κατοικῶν ἐπὶ στύλου, Εὐαγρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 1. 13 (ἐν τῇ ἐπιγρ.), πρβλ. 5. 21· - ἐπίθετ. στυλιτικός, ή, όν, Εὐστ. Πονημάτω. 97. 78, κτλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:16, 5 August 2017
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A standing or dwelling on a pillar, Suid.: fem. -ίτισσα Stud.Pont.3.134 (Amasia).
German (Pape)
[Seite 958] ὁ, tem. στυλῖτις, ιδος, zu einer Säule gehörig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στῡλίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἱστάμενος ἢ κατοικῶν ἐπὶ στύλου, Εὐαγρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 1. 13 (ἐν τῇ ἐπιγρ.), πρβλ. 5. 21· - ἐπίθετ. στυλιτικός, ή, όν, Εὐστ. Πονημάτω. 97. 78, κτλ.