χαρίσιος: Difference between revisions

From LSJ

ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack

Source
(13_4)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1339.png Seite 1339]] ὁ, eine Art Kuchen, Eubul. bei Ath. XV, 668 d, vgl. XIV, 646 c. zur [[χάρις]] gehörig, = [[χαριστήριος]]; Callim. frg. 193; χαρισία [[βοτάνη]], Liebeskraut, Arist. mirab. 174; τὰ χαρίσια, sc. [[ἱερά]] = [[χαριτήσια]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1339.png Seite 1339]] ὁ, eine Art Kuchen, Eubul. bei Ath. XV, 668 d, vgl. XIV, 646 c. zur [[χάρις]] gehörig, = [[χαριστήριος]]; Callim. frg. 193; χαρισία [[βοτάνη]], Liebeskraut, Arist. mirab. 174; τὰ χαρίσια, sc. [[ἱερά]] = [[χαριτήσια]].
}}
{{ls
|lstext='''χᾰρίσιος''': [ῑ], -α, -ον, = [[χαριστήριος]], ἔδνον Καλλ. Ἀποσπ. 193· χαρίσια, δηλ. δῶρα, Σουΐδ. 2) χαρισία [[βοτάνη]], «ἐν ὄρει Ταϋγέτῳ γίνεσθαι βοτάνην καλουμένην χαρισίαν, ἣν γυναῖκες ἔαρος ἀρχομένου τοῖς τραχήλοις περιάπτουσι, καὶ ὑπὸ τῶν ἀνδρῶν συμπαθέστερον ἐρῶνται» Ἀριστ. π. Θαυμασ. 163. ΙΙ. χ. [[πλακοῦς]], [[εἶδος]] πλακοῦντος, πέμψω πλακοῦντ’ εἰς ἑσπέραν χαρίσιον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 6· ἐξεπήδησ’ [[ἀρτίως]] πέττουσα τὸν χαρίσιον (ἐξυπ. πλακοῦντα) Εὔβουλος ἐν «Ἀγκυλίωνι» 2, πρβλ. Ἀθήν. 668D. III. τὰ Χαρίσια (ἐξυπακ. [[ἱερά]]), = [[Χαριτήσια]], πρβλ. 1843. 25.
}}
}}

Revision as of 11:16, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰρίσιος Medium diacritics: χαρίσιος Low diacritics: χαρίσιος Capitals: ΧΑΡΙΣΙΟΣ
Transliteration A: charísios Transliteration B: charisios Transliteration C: charisios Beta Code: xari/sios

English (LSJ)

[ῑ], α, ον,

   A of thanksgiving, ἕδνον Call.Fr.193.    2 free, χαρίσια free gifts, Dam.Isid.216.    3 χαρισία βοτάνη love-plant, used as a philtre, Arist.Mir.846b7, Ps.-Plu.Fluv.17.4.    II χ. πλακοῦς, a sort of cake, Ar.Fr.202; πέττουσα τὸν χ. (sc. πλακοῦντα) Eub.2, cf. Ath.15.668c.    III τὰ Χαρίσια (sc. ἱερά), = Χαριτήσια, Eust.1843.24.

German (Pape)

[Seite 1339] ὁ, eine Art Kuchen, Eubul. bei Ath. XV, 668 d, vgl. XIV, 646 c. zur χάρις gehörig, = χαριστήριος; Callim. frg. 193; χαρισία βοτάνη, Liebeskraut, Arist. mirab. 174; τὰ χαρίσια, sc. ἱερά = χαριτήσια.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰρίσιος: [ῑ], -α, -ον, = χαριστήριος, ἔδνον Καλλ. Ἀποσπ. 193· χαρίσια, δηλ. δῶρα, Σουΐδ. 2) χαρισία βοτάνη, «ἐν ὄρει Ταϋγέτῳ γίνεσθαι βοτάνην καλουμένην χαρισίαν, ἣν γυναῖκες ἔαρος ἀρχομένου τοῖς τραχήλοις περιάπτουσι, καὶ ὑπὸ τῶν ἀνδρῶν συμπαθέστερον ἐρῶνται» Ἀριστ. π. Θαυμασ. 163. ΙΙ. χ. πλακοῦς, εἶδος πλακοῦντος, πέμψω πλακοῦντ’ εἰς ἑσπέραν χαρίσιον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 6· ἐξεπήδησ’ ἀρτίως πέττουσα τὸν χαρίσιον (ἐξυπ. πλακοῦντα) Εὔβουλος ἐν «Ἀγκυλίωνι» 2, πρβλ. Ἀθήν. 668D. III. τὰ Χαρίσια (ἐξυπακ. ἱερά), = Χαριτήσια, πρβλ. 1843. 25.