καταγεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
(c2) |
(6_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1342.png Seite 1342]] kosten, genau erforschen, τινός, Sp.; καταγευσθείς erkl. Phot. u. Suid. τῇ γεύσει νικηθείς. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1342.png Seite 1342]] kosten, genau erforschen, τινός, Sp.; καταγευσθείς erkl. Phot. u. Suid. τῇ γεύσει νικηθείς. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''καταγεύομαι''': ἀποθ., [[ἐξετάζω]], [[δοκιμάζω]], καταγεύεσθαι τοῦ βάθους Χειρουργ. Ἀρχ. σ. 94. ΙΙ. [[ὡσαύτως]] ὡς παθ., καταγευσθείς· «τῇ γεύσει νικηθεὶς» Φώτιος. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:17, 5 August 2017
English (LSJ)
A taste, οἴστρου Orac. ap. Phleg.37 J. 2 Medic., examine, probe, τοῦ βάθους Heliod. ap. Orib.46.11.13. II also as Pass., to be conquered in taste, Phot., Suid.
German (Pape)
[Seite 1342] kosten, genau erforschen, τινός, Sp.; καταγευσθείς erkl. Phot. u. Suid. τῇ γεύσει νικηθείς.
Greek (Liddell-Scott)
καταγεύομαι: ἀποθ., ἐξετάζω, δοκιμάζω, καταγεύεσθαι τοῦ βάθους Χειρουργ. Ἀρχ. σ. 94. ΙΙ. ὡσαύτως ὡς παθ., καταγευσθείς· «τῇ γεύσει νικηθεὶς» Φώτιος.