ἄκρις: Difference between revisions
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
(13_4) |
(6_12) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0082.png Seite 82]] ιος, ἡ, ion. = [[ἄκρα]], Bergspitze, Hom. viermal, immer acc. plur. u. vierter Fuß, Od. 16, 565 ἔπ ἄκριας ἠνεμοέσσας, 9, 400 δῖ ἄκριας ἠνεμοέσσας; δι' ἄκριας ἔρχεαι [[οἶος]] 10, 281, δι' ἄκριας, ᾗ οἱ Αθήνη | [[πέφραδε]] 14, 2; – Ap. Rh. 1, 520; Qu. Sm. 19, 332. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0082.png Seite 82]] ιος, ἡ, ion. = [[ἄκρα]], Bergspitze, Hom. viermal, immer acc. plur. u. vierter Fuß, Od. 16, 565 ἔπ ἄκριας ἠνεμοέσσας, 9, 400 δῖ ἄκριας ἠνεμοέσσας; δι' ἄκριας ἔρχεαι [[οἶος]] 10, 281, δι' ἄκριας, ᾗ οἱ Αθήνη | [[πέφραδε]] 14, 2; – Ap. Rh. 1, 520; Qu. Sm. 19, 332. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἄκρις''': -ιος, ἡ, ([[ἄκρος]]) Ἐπ. ὄνομ., κορυφὴ ὄρους, Ὅμ. μόνον ἐν Ὀδ. καὶ ἀείποτε κατὰ πληθ. ἄκριες ἠνεμόεσσαι, αἱ ἀνεμώδεις κορυφαὶ τῶν ὀρέων, Ὀδ. Ι. 400· πρβλ. Ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 383: - [[καθόλου]], ὀρεινὴ [[χώρα]] καλεῖται, ἄκριες, Ὀδ. Κ. 381: - καθ’ ἑν. Περγαμίης [[ὑπὲρ]] ἄκριος, Συλλ. Ἐπιγρ. 3538, 18: - πρβλ. [[ὄκρις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:18, 5 August 2017
English (LSJ)
ιος, ἡ, (ἄκρος) Ep.Noun,
A hill-top, mountain peak, Hom. only in Od., always in pl., ἄκριες ἠνεμόεσσαι windy mountain tops, Od. 9.400, cf. h.Cer.382; δι' ἄκριας through hill-country, Od.10.281:— sg., Περγαμίης ὑπὲρ ἄκριος Epigr.Gr.1035.8 (Pergam.).
German (Pape)
[Seite 82] ιος, ἡ, ion. = ἄκρα, Bergspitze, Hom. viermal, immer acc. plur. u. vierter Fuß, Od. 16, 565 ἔπ ἄκριας ἠνεμοέσσας, 9, 400 δῖ ἄκριας ἠνεμοέσσας; δι' ἄκριας ἔρχεαι οἶος 10, 281, δι' ἄκριας, ᾗ οἱ Αθήνη
Greek (Liddell-Scott)
ἄκρις: -ιος, ἡ, (ἄκρος) Ἐπ. ὄνομ., κορυφὴ ὄρους, Ὅμ. μόνον ἐν Ὀδ. καὶ ἀείποτε κατὰ πληθ. ἄκριες ἠνεμόεσσαι, αἱ ἀνεμώδεις κορυφαὶ τῶν ὀρέων, Ὀδ. Ι. 400· πρβλ. Ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 383: - καθόλου, ὀρεινὴ χώρα καλεῖται, ἄκριες, Ὀδ. Κ. 381: - καθ’ ἑν. Περγαμίης ὑπὲρ ἄκριος, Συλλ. Ἐπιγρ. 3538, 18: - πρβλ. ὄκρις.