ὑπερβολικός: Difference between revisions
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
(13_3) |
(6_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1193.png Seite 1193]] ή, όν, übertrieben, übermäßig, hyperbolisch, [[εὐχαριστία]] Pol. 18, 29, 13, u. Sp., bes. Gramm. u. Rhett.; auch adv., μικρῷ ὑπερβολικώτερον εἰπεῖν Pol. 7, 12, 8. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1193.png Seite 1193]] ή, όν, übertrieben, übermäßig, hyperbolisch, [[εὐχαριστία]] Pol. 18, 29, 13, u. Sp., bes. Gramm. u. Rhett.; auch adv., μικρῷ ὑπερβολικώτερον εἰπεῖν Pol. 7, 12, 8. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὑπερβολικός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ εἰς ὑπερβολὴν ἀνήκων, [[ὑπέρμετρος]], ὑπερβολικὴ [[εὐχαριστία]] Πολύβ. 18. 29, 13. - Ἐπίρρ. ὑπερβολικῶς, ὑπερβ. ἀποκρινόμενος ὁ αὐτ. 2. 62, 9· λέγειν ὑπερβολικῶς ὁ αὐτ. 5. 32, 2 μικρῷ ὑπερβολικώτερον εἰπεῖν ὁ αὐτ. 7. 12, 8. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:19, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A hyperbolical, extravagant, Plb.18.46.13; ὑ. σχήματα exaggerated attitudes, Gal.18(2).57: fem. as Subst., μηδεμίαν ὑπερβολικὴν ποιουμένοις committing no extravagance, Milet. 7.69 (Didyma, ii B. C.). Adv. -κῶς, ὑ. ἀποφαίνεσθαι Plb.2.62.9, cf. Phld.Mus.p.72 K., Gal.17(2).209, al.; -ώτερον εἰπεῖν Plb.7.11.8.
German (Pape)
[Seite 1193] ή, όν, übertrieben, übermäßig, hyperbolisch, εὐχαριστία Pol. 18, 29, 13, u. Sp., bes. Gramm. u. Rhett.; auch adv., μικρῷ ὑπερβολικώτερον εἰπεῖν Pol. 7, 12, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερβολικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ εἰς ὑπερβολὴν ἀνήκων, ὑπέρμετρος, ὑπερβολικὴ εὐχαριστία Πολύβ. 18. 29, 13. - Ἐπίρρ. ὑπερβολικῶς, ὑπερβ. ἀποκρινόμενος ὁ αὐτ. 2. 62, 9· λέγειν ὑπερβολικῶς ὁ αὐτ. 5. 32, 2 μικρῷ ὑπερβολικώτερον εἰπεῖν ὁ αὐτ. 7. 12, 8.