ὑπεραναβαίνω: Difference between revisions
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
(c2) |
(6_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1190.png Seite 1190]] (s. [[βαίνω]]), darüber hinaufsteigen, übersteigen, – übertr., übertreffen, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1190.png Seite 1190]] (s. [[βαίνω]]), darüber hinaufsteigen, übersteigen, – übertr., übertreffen, Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὑπεραναβαίνω''': [[ὑπερβαίνω]], περῶ [[ὑπεράνω]] τινός, τὰς Ἄλπεις Ζώσιμ. 2, 53. ΙΙ. μεταφ., [[ὑπερβαίνω]], εἶμαι [[ἀνώτερος]], ὑψηλότερος..., μετ’ αἰτιατ., Εὐστ. 18. 26· [[μετὰ]] γεν., Κλήμ. Ἀλεξ. 455. - ἀπολ., εἶμαι [[ἔξοχος]], [[ὑπέροχος]], κριτήριόν τι ὑπεραναβεβηκὸς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 445. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:20, 5 August 2017
English (LSJ)
A pass over, cross, τὰς Ἄλπεις Zos.2.53. 2 rise above, τὸν ἀέρα Gal.19.172. II metaph., transcend, c. acc., Eust. 18.25, Eustr. in EN32.36; ὑπεραναβεβηκὸς κριτήριον a transcendent or superior criterion, S.E.M.7.445.
German (Pape)
[Seite 1190] (s. βαίνω), darüber hinaufsteigen, übersteigen, – übertr., übertreffen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεραναβαίνω: ὑπερβαίνω, περῶ ὑπεράνω τινός, τὰς Ἄλπεις Ζώσιμ. 2, 53. ΙΙ. μεταφ., ὑπερβαίνω, εἶμαι ἀνώτερος, ὑψηλότερος..., μετ’ αἰτιατ., Εὐστ. 18. 26· μετὰ γεν., Κλήμ. Ἀλεξ. 455. - ἀπολ., εἶμαι ἔξοχος, ὑπέροχος, κριτήριόν τι ὑπεραναβεβηκὸς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 445.