πιστάκη: Difference between revisions
From LSJ
Θεοῦ δὲ πληγὴν οὐχ ὑπερπηδᾷ βροτός → Haud ullus umquam transilit plagam die → Kein Sterblicher springt weiter als des Gottes Schlag
(b) |
(6_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0619.png Seite 619]] ἡ, der Pistazienbaum, Alciphr. 1, 22. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0619.png Seite 619]] ἡ, der Pistazienbaum, Alciphr. 1, 22. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πιστάκη''': [ᾰ], ἡ, τὸ [[δένδρον]] τὸ παράγον τὰ πιστάκια ἢ φιστίκια· [[ὡσαύτως]] ὁ καρπός, Ἀλκίφρων 1. 22· ― πιστάκια, ων, τά, ὁ [[καρπὸς]] τῆς πιστάκης, Διοσκ. 177, Νικ. Θηρ. 891· φέρεται καὶ βιστάκια, φιστάκια, ἴδε Ἀθήν. 649C κἑξ.· [[ψιττάκια]] Γεωπ. 10. 12. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:20, 5 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ,
A pistachio-tree, Pistacia vera, Alciphr.1.22.
German (Pape)
[Seite 619] ἡ, der Pistazienbaum, Alciphr. 1, 22.
Greek (Liddell-Scott)
πιστάκη: [ᾰ], ἡ, τὸ δένδρον τὸ παράγον τὰ πιστάκια ἢ φιστίκια· ὡσαύτως ὁ καρπός, Ἀλκίφρων 1. 22· ― πιστάκια, ων, τά, ὁ καρπὸς τῆς πιστάκης, Διοσκ. 177, Νικ. Θηρ. 891· φέρεται καὶ βιστάκια, φιστάκια, ἴδε Ἀθήν. 649C κἑξ.· ψιττάκια Γεωπ. 10. 12.