μελιχρός: Difference between revisions
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
(13_5) |
(6_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0125.png Seite 125]] honigsüß (mit Honig bereitet); [[οἶνος]], Anacr. 45, 11, l. d.; ὀρομάλιδες, Theocr. 5, 95; μελιχρότερος Χίου οἴνου, Dionys. 4 (XII, 108); übertr., μηροὶ μελιχρότεροι, Diosc. 1 (XII, 37). Von der Rede, Luc. rhet. praec. 11 u. a. Sp., wie D. C. 51, 12; auch αὐλοὶ μελιχρότεροι, Luc. musc. enc. 2. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0125.png Seite 125]] honigsüß (mit Honig bereitet); [[οἶνος]], Anacr. 45, 11, l. d.; ὀρομάλιδες, Theocr. 5, 95; μελιχρότερος Χίου οἴνου, Dionys. 4 (XII, 108); übertr., μηροὶ μελιχρότεροι, Diosc. 1 (XII, 37). Von der Rede, Luc. rhet. praec. 11 u. a. Sp., wie D. C. 51, 12; auch αὐλοὶ μελιχρότεροι, Luc. musc. enc. 2. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μελιχρός''': -ά, -όν, ἡδυσμένος μέλιτι, [[οἶνος]] Ἱππ. 465. 5 (Γαλην. μελίχρουν), Τηλεκλείδης ἐν «Πρυτάνεσι» 2. 2) γλυκὺς ὡς τὸ [[μέλι]], [[ὀρομαλίδες]] Θεόκριτ. 5. 95· σῦκα Ἀνθ. Π. 6. 191. 3) μεταφορ., ὑποσχεσίαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 359· μ. [[περί]] τι Φιλόστρ. 522· ἐπίθετον τοῦ Σοφοκλέους, Ἀνθ. Π. 7. 22· [[ἔπος]] μελιχρότατον Καλλιμ. Ἐπιγράμμ. 28· τὸ μελιχρὸν ἐν ταῖς ἀκοαῖς Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 1· - συγκρ. ἐπίρρ. μελιχρότερον, Ἀνθ. Π. παράρτ. 28. (Σχηματισθὲν ἐκ τοῦ [[μέλι]], ὡς τὸ πενιχρὸς ἐκ τοῦ [[πενία]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:21, 5 August 2017
English (LSJ)
ά, όν,
A honey-sweetened, οἶνος Alc.34 (proparox.) Hp.Morb. 2.12, Telecl.24 (lyr.). 2 honey-sweet, ὀρομαλίδες Theoc.5.95; σῦκα AP6.191 (Corn. Long.). 3 metaph., ὑποσχεσίαι A.R.4.359; μελιχρότατος περὶ τὰς ἐννοίας Philostr.VS1.22.1; epith. of Sophocles, AP7.22 (Simm.); τὸ μελιχρότατον τῶν ἐπέων Call.Epigr.29; τὸ μ. ἐν ταῖς ἀκοαῖς D.H.Comp.1, cf. Dem.48; λωτοὶ κλάζοντες ἴσον φόρμιγγι μελιχρόν APl.1.8 (Alc.): Comp. Adv. μελιχρότερον Hedyl. ap. Ath. 11.473a. (Formed from μέλι, as πενιχρός from πενία.)
German (Pape)
[Seite 125] honigsüß (mit Honig bereitet); οἶνος, Anacr. 45, 11, l. d.; ὀρομάλιδες, Theocr. 5, 95; μελιχρότερος Χίου οἴνου, Dionys. 4 (XII, 108); übertr., μηροὶ μελιχρότεροι, Diosc. 1 (XII, 37). Von der Rede, Luc. rhet. praec. 11 u. a. Sp., wie D. C. 51, 12; auch αὐλοὶ μελιχρότεροι, Luc. musc. enc. 2.
Greek (Liddell-Scott)
μελιχρός: -ά, -όν, ἡδυσμένος μέλιτι, οἶνος Ἱππ. 465. 5 (Γαλην. μελίχρουν), Τηλεκλείδης ἐν «Πρυτάνεσι» 2. 2) γλυκὺς ὡς τὸ μέλι, ὀρομαλίδες Θεόκριτ. 5. 95· σῦκα Ἀνθ. Π. 6. 191. 3) μεταφορ., ὑποσχεσίαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 359· μ. περί τι Φιλόστρ. 522· ἐπίθετον τοῦ Σοφοκλέους, Ἀνθ. Π. 7. 22· ἔπος μελιχρότατον Καλλιμ. Ἐπιγράμμ. 28· τὸ μελιχρὸν ἐν ταῖς ἀκοαῖς Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 1· - συγκρ. ἐπίρρ. μελιχρότερον, Ἀνθ. Π. παράρτ. 28. (Σχηματισθὲν ἐκ τοῦ μέλι, ὡς τὸ πενιχρὸς ἐκ τοῦ πενία).