ἀποκάθαρμα: Difference between revisions
From LSJ
(13_3) |
(6_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0305.png Seite 305]] τό, das beim Reinigen Weggeworfene, Unrath, Arist. H. A. 5, 15; ein verworfener Mensch, Abschaum, Sp. Auch was zum Reinigungsopfer gebraucht wird. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0305.png Seite 305]] τό, das beim Reinigen Weggeworfene, Unrath, Arist. H. A. 5, 15; ein verworfener Mensch, Abschaum, Sp. Auch was zum Reinigungsopfer gebraucht wird. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀποκάθαρμα''': -ατος, τό, τὸ ἀπεκκρινόμενον, τὸ περίττωμα, [[ἀποκάθαρμα]] ἡ χολὴ Ἀριστ. περὶ Ζ. μορ. 4. 2, 10· ὅσα ἐκ ἀποκαθάρματος γίνονται καὶ ἐκκρίσεως Πρβλ. 4. 13, (ἡ [[μίτυς]]) [[ὥσπερ]] [[ἀποκάθαρμα]] αὐταῖς τοῦ κηροῦ Ἱστ. Ζ. 1. 5, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἀποκαθάρματα, τὰ ἐκ τοῦ καθαρμοῦ ἀποπλύματα, Στέφ. Βυζ. ἐν λέξει [[Ἀζανία]]: - πρβλ. [[κάθαρμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:23, 5 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is cleared off, excretion, ἀ. ἡ χολή Arist.PA677a29, cf. HA546b24; by-product, dross, 624a15; dregs, τῶν ὄντων Jul.Or.5.170d; offscourings, slops, St.Byz. s.v. Ἀζανία (pl.).
German (Pape)
[Seite 305] τό, das beim Reinigen Weggeworfene, Unrath, Arist. H. A. 5, 15; ein verworfener Mensch, Abschaum, Sp. Auch was zum Reinigungsopfer gebraucht wird.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκάθαρμα: -ατος, τό, τὸ ἀπεκκρινόμενον, τὸ περίττωμα, ἀποκάθαρμα ἡ χολὴ Ἀριστ. περὶ Ζ. μορ. 4. 2, 10· ὅσα ἐκ ἀποκαθάρματος γίνονται καὶ ἐκκρίσεως Πρβλ. 4. 13, (ἡ μίτυς) ὥσπερ ἀποκάθαρμα αὐταῖς τοῦ κηροῦ Ἱστ. Ζ. 1. 5, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἀποκαθάρματα, τὰ ἐκ τοῦ καθαρμοῦ ἀποπλύματα, Στέφ. Βυζ. ἐν λέξει Ἀζανία: - πρβλ. κάθαρμα.