ἐπιτεταμένως: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(c1) |
(6_7) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0991.png Seite 991]] angespannt, stark, προπίνειν Ath. II, 45 d, a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0991.png Seite 991]] angespannt, stark, προπίνειν Ath. II, 45 d, a. Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπιτεταμένως''': Ἐπίρρ., ἐν ἐπιτάσει, [[σφόδρα]], λευκὴ [[ἐπιτεταμένως]], λευκοτάτη, Διοσκ. 5. 171· ὑπερμέτρως, τοῖς προπίνουσιν [[ἐπιτεταμένως]] οὐκ οἰκείως διατίθεται ὁ [[στόμαχος]], ἀλλὰ [[μᾶλλον]] κακοῦται Ἀθήν. 45D· μετ’ ἐπιτάσεως, ἐπιτεταμέωως, ὁρᾷ Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 635. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:25, 5 August 2017
English (LSJ)
Adv., (ἐπιτείνω)
A intensely, ἐ. λευκός Dsc.5.152 ; θερμαίνειν Id.1.77 ; vehemently, λαλεῖν Phld.Ir.p.74 W.; προπίνειν Ath. 2.45d, etc.
German (Pape)
[Seite 991] angespannt, stark, προπίνειν Ath. II, 45 d, a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτεταμένως: Ἐπίρρ., ἐν ἐπιτάσει, σφόδρα, λευκὴ ἐπιτεταμένως, λευκοτάτη, Διοσκ. 5. 171· ὑπερμέτρως, τοῖς προπίνουσιν ἐπιτεταμένως οὐκ οἰκείως διατίθεται ὁ στόμαχος, ἀλλὰ μᾶλλον κακοῦται Ἀθήν. 45D· μετ’ ἐπιτάσεως, ἐπιτεταμέωως, ὁρᾷ Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 635.