συνδυαστικός: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
(13_2) |
(6_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1009.png Seite 1009]] ή, όν, zur Verbindung zweier Personen oder Sachen gehörig; [[ἄνθρωπος]] γὰρ τῇ φύσει συνδυαστικὸν [[μᾶλλον]] ἢ πολιτικόν, Arist. eth. 8, 12. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1009.png Seite 1009]] ή, όν, zur Verbindung zweier Personen oder Sachen gehörig; [[ἄνθρωπος]] γὰρ τῇ φύσει συνδυαστικὸν [[μᾶλλον]] ἢ πολιτικόν, Arist. eth. 8, 12. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συνδυαστικός''': -ή, -όν, ἐπιρρεπὴς πρὸς συνδυασμόν, πρὸς συζυγικὴν ἢ κατὰ ζεύγη ζωήν, [[ἄνθρωπος]] γὰρ τῇ φύσει συνδυαστικὸν [[μᾶλλον]] ἢ πολιτικὸν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 12, 7, πρβλ. Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. σ. 414. 41. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:30, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A disposed to live in pairs, ἄνθρωπος γὰρ τῇ φύσει συνδυαστικὸν μᾶλλον ἢ πολιτικόν Arist.EN1162a17, cf. Hierocl. p.52 A.
German (Pape)
[Seite 1009] ή, όν, zur Verbindung zweier Personen oder Sachen gehörig; ἄνθρωπος γὰρ τῇ φύσει συνδυαστικὸν μᾶλλον ἢ πολιτικόν, Arist. eth. 8, 12.
Greek (Liddell-Scott)
συνδυαστικός: -ή, -όν, ἐπιρρεπὴς πρὸς συνδυασμόν, πρὸς συζυγικὴν ἢ κατὰ ζεύγη ζωήν, ἄνθρωπος γὰρ τῇ φύσει συνδυαστικὸν μᾶλλον ἢ πολιτικὸν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 12, 7, πρβλ. Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. σ. 414. 41.