ὁμονοητικός: Difference between revisions
From LSJ
(13_3) |
(6_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0338.png Seite 338]] ή, όν, übereinstimmend im Denken, einträchtig; [[βίος]], Plat. Phaedr. 256 b; [[ψυχή]], Rep. VIII, 554 e; u. adv., ὁμονοητικῶς ἔχειν, Ggstz στασιαστικῶς, Phaedr. 263 a; Arist. u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0338.png Seite 338]] ή, όν, übereinstimmend im Denken, einträchtig; [[βίος]], Plat. Phaedr. 256 b; [[ψυχή]], Rep. VIII, 554 e; u. adv., ὁμονοητικῶς ἔχειν, Ggstz στασιαστικῶς, Phaedr. 263 a; Arist. u. Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὁμονοητικός''': -ή, -όν, ὁ συντελῶν πρὸς ὁμόνοιαν, πρὸς ἁρμονίαν, Πλάτ. Πολ. 554Ε, Φαῖδρ. 256Β· Συγκρ., Ἀριστ. Πολιτ. 7. 10, 11· ― Ἐπίρρ. ὁμονοητικῶς, ὁμ. λέγειν Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 7, 1· ὁμονοητικῶς ἔχειν, ἔχειν τὸ αὐτὸ [[φρόνημα]], Πλάτ. Φαῖδρ. 263Α· ὁμ. διακεῖσθαι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 603C. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:31, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A conducing to agreement, in harmony, ψυχή, βίος, Pl.R.554e, Phdr.256b : Comp., Arist.Pol.1330a18. Adv. -κῶς, λέγειν Id.GC323b3 ; ἔχειν to be of one mind, περὶ χρόνου Id.Ph.251b14 ; περί τι Pl.Phdr.263a ; ἔν τισι ὁ. διακεῖσθαι Id.R.603c.
German (Pape)
[Seite 338] ή, όν, übereinstimmend im Denken, einträchtig; βίος, Plat. Phaedr. 256 b; ψυχή, Rep. VIII, 554 e; u. adv., ὁμονοητικῶς ἔχειν, Ggstz στασιαστικῶς, Phaedr. 263 a; Arist. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμονοητικός: -ή, -όν, ὁ συντελῶν πρὸς ὁμόνοιαν, πρὸς ἁρμονίαν, Πλάτ. Πολ. 554Ε, Φαῖδρ. 256Β· Συγκρ., Ἀριστ. Πολιτ. 7. 10, 11· ― Ἐπίρρ. ὁμονοητικῶς, ὁμ. λέγειν Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 7, 1· ὁμονοητικῶς ἔχειν, ἔχειν τὸ αὐτὸ φρόνημα, Πλάτ. Φαῖδρ. 263Α· ὁμ. διακεῖσθαι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 603C.